Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 11)

ΌΡΗ ΧΙΛΓΚΡΙΜ

    Η ΆΙΣΛΙΝ ΔΙΣΤΑΣΕ κοιτάζοντας την τεράστια, σκοτεινή σπηλιά που ανοιγόταν απόκοσμη μπροστά τους. Πάνω από εκείνη, υψώνονταν οι μυτεροί πρόποδες των τρομακτικών βουνών. Ακόμη ψηλότερα, έκρυβαν τον γαλάζιο ουρανό οι μεγάλες και απόκρημνες κορυφές τους. Η τεράστια σκιά της οροσειράς, κάλυπτε μια μεγάλη περιοχή πίσω τους. Η κοπέλα αισθανόταν πως το σκοτάδι την τύλιγε απειλητικά. Είχε ακούσει ιστορίες για αυτά τα όρη. Πολλοί είχαν χάσει αγαπημένους τους σε αυτά. Στο Σόντερν οι παραμυθάδες τραγουδούσαν για τα καταραμένα όρη Χίλγκριμ. Όσο περισσότερη ώρα ατένιζε το νεκρό τοπίο, τόσο πιο πολύ τρεμούλιαζε φοβισμένη. Ο Ίθαν την κοίταξε δύσπιστα και τα χείλη σου σχημάτισαν ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.

«Δεν μπορεί. Φοβάσαι;» Την ρώτησε με πειραχτική φωνή. Εκείνη του χάρισε ένα απειλητικό βλέμμα.
«Φυσικά και όχι». Με αυτά τα λόγια ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της. Ο Ίθαν της έκλεισε το μάτι.
«Τότε πάμε να ανακαλύψουμε τι κρύβουν τα καταραμένα βουνά».     
    Η πλάτη του άντρα πνίγηκε μέσα στις σκιές της σπηλιάς. Η Άισλιν τον ακλούθησε αποφασιστικά, αρνούμενη να του δείξει κάποιο σημάδι αδυναμίας. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που έδινε την αίσθηση στην κοπέλα πως είχε χάσει την όρασή της. Έφερε το δεξί της χέρι μπροστά από το στόμα της και φύσηξε μέσα στη παλάμη της. Ο αέρας μετατράπηκε σε φλόγα που χόρευε δύο εκατοστά πάνω από το χέρι της. Αρχικά η φλόγα ήταν μικρή και το φως της δεν ήταν αρκετό. Ύστερα από ένα λεπτό όμως δυνάμωσε. Μετατράπηκε σε φωτιά, μόνο που δεν είχε τίποτα να κάψει. Ήταν μονάχα μαγικές φλόγες που αιωρούνταν πάνω από τη παλάμη της Άισλιν. Ο Ίθαν στράφηκε προς το μέρος της και τα μάτια του προσηλώθηκαν τη φωτιά. 
    Μέσα στα κεχριμπαρένια μάτια του τρεμόπαιζε το είδωλο της φλόγας. Τώρα το χρώμα τους ήταν πιο χρυσαφένιο από ποτέ. Σιγά σιγά ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του καθώς παρατηρούσε τις φλόγες που χόρευαν. Οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν αρκετά, προδίδοντας το ενδιαφέρον του για τη φωτιά. Τότε από τις γλώσσες της φωτιάς σχηματίστηκαν δύο φτερά. Η Άισλιν σάστισε παρατηρώντας την φωτιά που έπαιρνε ολοένα και καθαρότερα σχήμα πουλιού. Μέσα από τις αναδιπλώσεις της μπορούσε να διακρίνει τα πύρινα μάτια του, τα φτερά του και τον λαιμό του. Το κάτω μέρος του σώματός του δεν ήταν καλοσχηματισμένο και έτσι η κοπέλα πειθόταν πως δεν ήταν πραγματικό πτηνό. Κοίταξε τον Ίθαν που οι κόρες του ήταν ακόμη διεσταλμένες.
«Θα ήταν καλύτερο αν κάποιος μπορούσε να μας φωτίζει τον δρόμο, σωστά;» Όσο μιλούσε ήταν χαμογελαστός. Μα δεν πήρε τα μάτια του από το φλεγόμενο πτηνό ούτε για μια στιγμή. Η Άισλιν ήταν έτοιμη να τον χλευάσει, να του πει πως το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να δώσει ένα πιο συγκεκριμένο σχήμα στις φλόγες της. Μα τότε ήχησε ένα μελωδικό ουρλιαχτό σαν θρήνος.
    Το κάτω μέρος του σώματος του πτηνού ξεκίνησε να σχηματίζεται πιο ξεκάθαρα. Τα χαρακτηριστικά του ενώ ήταν ακόμη πύρινα, διαγράφηκαν καθαρότερα. Η Άισλιν διαισθανόταν πως ήταν πραγματικό πτηνό, και όχι απλές τυλιγμένες φλόγες. Εκείνο χτύπησε με δύναμη τα φτερά του, που άφησαν λίγες αιωρούμενες φλόγες στο πέρασμά τους. Φάνηκε να απομακρύνεται από την βάση της φωτιάς, όμως εκείνη το ακολουθούσε. Τώρα σχηματίζονταν τα μακριά και λεπτά φτερά της ουράς του. Η Άισλιν ανοιγόκλεισε τα μάτια της που απειλούσαν να ξεραθούν ύστερα από τόση ώρα που τα κρατούσε ορθάνοιχτα. Το πύρινο πτηνό άνοιξε το ράμφος του και μία γλυκιά μελωδία, σαν λεπτές νότες της όπερας, διαχύθηκε γύρω τους. 
    Το πουλί κούνησε ξανά τα φτερά του και το καλοσχηματισμένο φλεγόμενο σώμα του ξέφυγε από της χαοτική φωτιά που το έδενε μερικές στιγμές πριν. Πέταξε ψηλά και έβγαλε μία ακόμη μακρόσυρτη, λεπτή μελωδία. Κάθε φορά που τα φτερά του συγκρούονταν, διαχέονταν γύρω του πίδακες φωτιάς. Έκανε μερικούς κύκλους γύρω από τα κεφάλια τους φωτίζοντας την άδεια σπηλιά. Ύστερα κατευθύνθηκε βαθύτερα στο σπήλαιο και ο Ίθαν με την Άισλιν βιάστηκαν να το ακολουθήσουν.
«Πως;» Η κοπέλα είχε ασχοληθεί με τη μαγεία. Κανένα βιβλίο δεν ανέφερε πως ήταν δυνατή η δημιουργία μαγικών πλασμάτων. Ο Ιθαν γέλασε ευδιάθετα.
«Σου είπα πως ξέρω περισσότερα πράγματα τώρα πια». Εκείνη ένευσε και κοίταξε γύρω της.
    Η τεράστια σπηλιά είχε ένα τέλειο κυλινδρικό σχήμα. Ήταν σίγουρο ότι το πέρασμα αυτό το είχαν δημιουργήσει άνθρωποι. Όσο προχωρούσαν βαθύτερα, παρατήρησαν πως η σπηλιά τους επικοινωνούσε με πολλές άλλες. Σε κάποιο σημείο όμως ο κύλινδρος μέσα στον οποίο βάδιζαν έφτανε στο τέλος του και έδινε την θέση του σε δύο δρομάκια. Όσο βαθύτερα κινούνταν μέσα στο δίκτυο των σπηλιών, τόσο περισσότερο έμοιαζε με λαβύρινθο. Η Άισλιν ένιωθε χαμένη και μπερδεμένη, έτσι ακολουθούσε απλά τον Ίθαν και το μαγικό φλεγόμενο πτηνό που τους φώτιζε τον δρόμο. Περπατούσαν για πολλές ώρες και το νερό τους τελείωνε. Τα πέλματά τους υπέφεραν από δυνατούς πόνους, όμως εκείνοι συνέχιζαν να προχωράνε. Στην αρχή ήταν σιωπηλοί μα η απόλυτη σιγή τους ζάλιζε. Αισθάνονταν πως ο χρόνος είχε παγώσει. Το μόνο που ακουγόταν τις πρώτες δύο ώρες ήταν τα βήματά τους που μεταφέρονταν σε κάθε σπηλιά με την ηχώ. Έτσι κατέληξαν να συζητούν. Είχαν ξεκινήσει με ένα παιχνίδι ερωτήσεων. 
«Αγαπημένο χρώμα;» Είχε ρωτήσει η Άισλιν.
«Το χρώμα των ματιών σου. Πρώτη σου σκέψη όταν ανέκτησες τη μνήμη σου». Ο Ίθαν είχε κάνει απευθείας τη συζήτηση σοβαρότερη.
«Πως είναι καθήκον μου να βάλω ένα τέλος στον πόλεμο. Κάποιο κρυμμένο μυστικό σου». Η Άισλιν αποφάσισε πως θα έβαζε και σε εκείνον κάποια δύσκολη ερώτηση. Ο Ίθαν δίστασε να απαντήσει.
«Όταν έχασες τις αναμνήσεις σου ξεκίνησα να ταξιδεύω μέχρι που βρήκα το ξόρκι για να τις επαναφέρω». Το βλέμμα της κοπέλας έπεσε βαρύ πάνω του. Ήξερε πως η μαγεία της ήταν ισχυρή. Κανείς δεν θα μπορούσε να την αναιρέσει. Μα εκείνος είχε ψάξει για καιρό. «Πως θα σταματήσεις τον πόλεμο;» Συνέχισε ο Ίθαν.
«Θα σκοτώσω τον Κέζελθ και θα σταματήσω τη μητέρα μου». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, το δικό της αποφασιστικό, το δικό του δύσπιστο. «Η κοπέλα που έσωσα ζει;» Η καρδιά της ξεκίνησε να σφυροκοπάει επικίνδυνα. 
«Ναι. Είναι σώα κι αβλαβής. Θα καταφέρεις να με εμπιστευτείς ποτέ;» Πριν η Άισλιν προλάβει να απαντήσει στην ερώτησή του ο άντρας κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος της.
    Μόλις ο Ίθαν όρμησε κατά πάνω της, η Άισλιν είδε με τα ίδια της τα μάτια να συμβαίνει κάτι αλλόκοτο και τρομακτικό. Στο σημείο της σπηλιάς που βρισκόταν, ξεκινούσε να δημιουργείται ένας πέτρινος τοίχος. Η πέτρα απειλούσε να την λιώσει αν δεν έφευγε γρήγορα μακριά. Ο τοίχος χτιζόταν τόσο γρήγορα που έκανε την καρδιά της Άισλιν να παγώσει και να κατακλειστεί με τρόμο. Είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ, που σχεδόν άγγιζε τις τρίχες των μαλλιών της, και συνέχιζε να χτίζεται. Λίγο πριν η πέτρα την λιώσει, ο Ίθαν την τράβηξε και προσπάθησε να την απομακρύνει όσο περισσότερο γινόταν από τον τοίχο. Παρόλη την προσπάθειά του, δεν κατάφερε να μην τραυματιστεί από αυτόν. Ένα κομμάτι από την μπεζ κάπα του ενσωματώθηκε με τον τοίχο. Τα τρομαγμένα μάτια της κοπέλας προσηλώθηκαν σε μερικές κηλίδες αίματος  που πότισαν την πέτρα. Κοίταξε το πρόσωπό του Ίθαν. Στιγμιαία, χαράχτηκε σε αυτό ο πόνος που αισθανόταν. Αμέσως μετά τα μάτια του κοίταξαν εξεταστικά εκείνη. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν καλά.
«Ίθαν τραυματίστηκες». Παρατήρησε η Άισλιν ενώ τρεμούλιαζε.
«Τώρα καταλαβαίνω. Είχα προσέξει πως τα μονοπάτια άλλαζαν. Το δίκτυο των σπηλιών είναι μαγικό. Μεταβάλλεται. Τοίχοι χτίζονται και άλλοι εξαφανίζονται». Εκείνος αιμορραγούσε, η Άισλιν δυσκολευόταν να μιλήσει. Απλώς ένευσε. Ο Ίθαν την πλησίασε και την κοίταξε μπερδεμένα. «Τρόμαξες πολύ». Εκείνη κοίταξε μακριά, αρνούμενη να παραδεχτεί το παραμικρό. Την πλησίασε και έγειρε το κεφάλι του προς το δικό της. Όταν τα μέτωπά τους ακουμπούσαν ξεκίνησε να τραγουδάει σιγανά.
«Προσπάθησε να κοιμηθείς αγαπημένη μου, να δεις την αυγή.
Ξύπνησε μέσα στη νύχτα, για να βρεις το χαμένο κομμάτι σου.
Προσευχήσου ώσπου να πεθάνεις, να μην μείνεις μόνη.
Και να βρεις λίγη χάρη, κάπου μέσα σου».
    Ήταν ένα νανούρισμα εμποτισμένο με ένα υπνωτικό ξόρκι. Το τραγούδι αυτό ήταν γνώριμο στην κοπέλα. Ήταν εκείνο που της τραγουδούσε η μητέρα της για να κοιμηθεί όταν ήταν παιδί. Ήταν ένα νανούρισμα που περνούσε από γενιά σε γενιά στις οικογένειες του Σόντερν. Η Άισλιν τον κοίταξε μπερδεμένη. Διέκρινε πόνο στα μάτια του και συνειδητοποίησε πως είχε τραυματιστεί πολύ περισσότερο από όσο νόμιζε. Αν αποκοιμόταν δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Άνοιξε το στόμα της έτοιμη να του φωνάξει μα το μυαλό της είχε μουδιάσει από το ξόρκι. Ήθελε να μείνει ξύπνια και να επουλώσει τη πληγή του, όμως η συνείδησή της γινόταν όλο και πιο θαμπή. Δεν καταλάβαινε γιατί έκανε κάτι τέτοιο ο Ίθαν. Οι σπηλιές ήταν επικίνδυνες. Έπρεπε να μείνει ξύπνια και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ήταν σημαντικό να βγουν από τον καταραμένο λαβύρινθο που είχε τραυματίσει τον άντρα. Όμως αυτό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να κάνουν αν έχανε τις αισθήσεις της. Τι σχεδίαζε; Γιατί τώρα; Είχε τόσα να του πει και να τον ρωτήσει μα τα βλέφαρά της βάραιναν. Έχασε τις αισθήσεις της πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει που της είχε σώσει τη ζωή. 
«Δεν είσαι σε θέση να με γιατρέψεις Άισλιν. Είσαι κι εσύ πολύ κουρασμένη. Κι εμένα δεν μου απομένει πολλή ενέργεια. Έχω μόνο όση χρειάζεται για να μας βγάλω από εδώ». Της εξήγησε όταν το σώμα της κύλισε στο έδαφος της σπηλιάς.
    Ο Ίθαν πέταξε την λερωμένη με αίματα κάπα του. Έβγαλε την μπλούζα του, η οποία είχε κολλήσει πάνω στη πληγή του. Ένα ολόκληρο κομμάτι δέρματος έλλειπε από το πλάι του σώματός του. Από εκεί ανάβλυζε άπλετο αίμα. Έδεσε την μπλούζα του γύρω από την πληγή όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και τα μάτια του βαριά από την εξάντληση. Το σώμα του κύλησε στα τοιχώματα της σπηλιάς και κατέληξε δίπλα στην Άισλιν. Τα λεπτά περνούσαν, και η γκρίζα μπλούζα του βάφτηκε με αίμα. Η ανάσα του έγινε κοφτή και αραιή. Άγγιξε αδύναμα το χέρι της κοπέλας. Έκλεισε τα μάτια του και το πρόσωπό του συνοφρυώθηκε έντονα. Στην αρχή δεν συνέβη τίποτα. Βαριανάσανε κουρασμένος και έκανε μια ακόμη προσπάθεια. Αυτή τη φορά τηλεμεταφέρθηκαν. Βρίσκονταν την πίσω πλευρά των βουνών. Ρούφηξε λαίμαργα λίγο αέρα πριν χάσει τις αισθήσεις του. Στον ορίζοντα φώτιζαν οι πολυάριθμες λάμπες κάποιας πόλης. Είχε νυχτώσει για τα καλά και το Μέινλοουν έλαμπε σαν καράβι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Μικρά κινούμενα φώτα που έμοιαζαν με κύμα πυγολαμπίδων πλησίαζαν την φωτεινή πόλη, σαν σμήνος έτοιμο να επιτεθεί.

Ράνια Ταλαδιανού