Παρεκκλίνων Φύλακας (Κεφάλαιο 5) - "Διάσωση"

Υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν και άνθρωποι που μένουν.
Οι πρώτοι τρέχουν μακριά από τον πόνο, ενώ ξέρουν πως δε θα γλιτώσουν.
Οι δεύτεροι τον προσκαλούν, αποφασισμένοι πως θα ζήσουν δίχως φόβο.
Η μοναδική τους διαφορά είναι ο τρόμος,
ο οποίος άλλοτε προστατεύει τον φορέα του και άλλοτε τον καταστρέφει.

Βγαίνω έξω από το εστιατόριο με την ταραχή να χορεύει γύρω μου επιδεικτικά. Σηκώνω βλέμματα και εγείρω τα ενδιαφέροντα διαφόρων ηγετών και φυλάκων, μα δε με απασχολεί. Η ψυχραιμία μου έχει εξανεμιστεί και κυκλοφορώ με τη σοβαρότητα και την απάθεια του δολοφόνου. Οσμίζομαι, ανιχνεύοντας το ενοχλητικά φρουτώδες άρωμά της. Πιέζω τους μύες μου, ώστε να μείνουν αδρανείς. Τη στιγμή που περνώ το κατώφλι του καλοδιατηρημένου κτηρίου με τις σκαλιστές λεπτομέρειες και τα αγάλματα, αφήνω το σώμα μου να κινηθεί ελεύθερα. Τρέχω κατά μήκος της οδού Κάλοιφερ και στρίβω αριστερά. Ο στόχος μου τρέχει. Ακινητοποιούμαι. Μια καινούρια μυρωδιά μουδιάζει τους αισθητήρες της μύτης μου.

Όχι. Όχι αυτός.

Αυξάνω την ταχύτητά μου δραματικά. Αν με δει κάποιος άνθρωπος πρώτης γενεάς, θα του κοπεί η ανάσα. Μα δεν έχω το περιθώριο να ανακόψω πορεία τώρα. Η Έλια κινδυνεύει θανάσιμα. Δεν ξέρω γιατί με επηρεάζει, εφόσον επέλεξε η ίδια να φύγει μακριά μου. Αλλά το στομάχι μου σφίγγεται περίεργα και το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει ανεξέλεγκτα.

Ο πιο κακόφημος φύλακας βρίσκεται κοντά στην Έλια. Ένα βήμα μπροστά από εμένα και μια αναπνοή πίσω της. Έχει την τάση να κυνηγά τα θύματά του, μέχρι να χάσουν τη ζωή τους. Τρέφεται από τον φόβο τους. Τα ζωώδη ένστικτά του τον καθιστούν ανεπιθύμητο ανάμεσα στους φύλακες.

Τα αυτιά μου ανιχνεύουν το απειλητικό του γελάκι. Η Έλια εκκρίνει ουσίες τρόμου και πανικού. Κλαίει… Γρυλίζω και φωνάζω όσο πιο δυνατά μου επιτρέπουν τα πνευμόνια μου: «Γιατί κυνηγάς ένα μικρό κορίτσι, Άρθουρ; Ξέρω πως δε σε ειδοποίησε ο μετρητής σου».

Ο Φύλακας σταματά και αλλάζει κατεύθυνση. Ο εκκωφαντικός ήχος των βημάτων του χτυπά με μένος την ευαίσθητη ακοή μου. Καλύπτω τα αυτιά, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να γλυτώσω. Ένα χέρι σπρώχνει το στήθος μου. Σκάω στο έδαφος άτσαλα και μετά επακολουθεί μια σειρά γροθιών, οι οποίες κρύβουν την όρασή μου. Μένω άπραγος, ώσπου ο Άρθουρ παραιτείται. Φτύνει την άσφαλτο δίπλα μου και σηκώνεται. Πλέον, είμαι έτοιμος να αντιδράσω. Έχω ανακτήσει την αυτοκυριαρχία μου. Βλέπω, ακούω και οσμίζομαι ελάχιστα, δηλαδή όσο οι άνθρωποι πρώτης γενεάς. Κρατώ όμως τη δύναμή μου σε υπεράνθρωπο επίπεδο.

«Η ταυτότητά της αναγράφει “Αναλώσιμη”. Ξέρω να αναγνωρίζω Αναλώσιμους».

Σηκώνομαι απότομα και του ρίχνω ένα δεξί κροσέ. Με εμποδίζει, δίχως να δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Το βλέμμα του κλειδώνει με το δικό μου. Οι κόρες δεν ξεχωρίζουν από την το αβυσσαλέο μαύρο χρώμα.

«Ονομάζεσαι;» ζητά να μάθει.

Σωστά, εμένα η φήμη μου δεν έχει φτάσει μακριά.

«Νόρμαν Αντζέλους»

«Ώστε είσαι από αυτή τη γενιά μεταλλάξεων» συμπεραίνει από το επώνυμό μου.

Νεύω απόμακρα. Παρατηρώ τον Άρθουρ, έκπληκτος από τη σωματική του διάπλαση. Οι μύες εξέχουν από κάθε σημείο του σώματός του. Είναι κάτι πέρα από γεροδεμένος. Θυμίζει περισσότερο θηρίο, παρά άνθρωπο. Το πιο παράξενο στοιχείο του, όμως, είναι τα αιχμηρά του νύχια. Τα κρύβει και χαμογελά πλατιά.

«Εγώ ονομάζομαι Άρθουρ Λούπους, όπως έχεις ήδη ακουστά, λιγομίλητε άγγελε».

«Το κορίτσι είναι μαζί μου» προφέρω με απάθεια.

«Τότε μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις εσύ τι σημαίνει αυτό;»

Τραβά από την τσέπη του υπερβολικά στενού, για τα κυβικά του, τζιν το μεταλλικό περιδέραιο της Έλιας. Η αναπνοή μου κόβεται. Αίμα. Από την αλυσίδα στάζει αίμα. Δεν οσμίστηκα κάτι τέτοιο νωρίτερα… Αγριεύω αυτόματα, αν και δεν έχω τέτοια περιθώρια. Ο Άρθουρ μπορεί να με διαλύσει σε ένα λεπτό, εάν το επιθυμεί.

«Τι έγινε;» ρωτά ειρωνικά, ενώ με εκτοξεύει επάνω σε έναν τοίχο.

«Τι της έκανες;»

Κουνά το κεφάλι πέρα δώθε απειλητικά. Κλείνει την απόσταση που δημιουργήθηκε ανάμεσά μας και πλησιάζει το πρόσωπό μου με το δικό του αηδιαστικά πολύ. Θέλω να φύγω και να βρω την Έλια, μα δεν είμαι ψύχραιμος. Καθόλου ψύχραιμος. Αρπάζω τον γιακά του και τον τραβώ προς τα κάτω. Το γόνατό μου υποδέχεται το σαγόνι του και… Τίποτα. Σηκώνεται σαν να μην έχω την παραμικρή μυϊκή δύναμη και ανοιγοκλείνει το στόμα ενοχλημένα. Η γροθιά του πλησιάζει το πρόσωπό μου. Βυθίζεται στον τοίχο δεξιά μου, θρυμματίζοντας δύο τούβλα του διατηρημένου κτίσματος.

«Πριν ήθελα απλώς να επιβληθώ. Τώρα, όμως, ξεκινάω να θυμώνω».

«Τι της έκανες;» γρυλίζω ξανά.

«Τι της έκανα, τι της έκανα» ειρωνεύεται. «Τι είναι; Παιδί σου;»

Στραβοκαταπίνω και δοκιμάζω να απομακρυνθώ. Το μεγάλο του χέρι αγκαλιάζει τον αυχένα μου και με τινάζει προς το πεζοδρόμιο. Σκύβει από πάνω μου, ακινητοποιώντας με πλήρως και χαμογελά παγερά.

«Την τρομοκράτησα, σκόνταψε, χτύπησε, τράβηξα το πόδι της, την έσυρα κοντά μου, χάιδεψα το μικρό αλλά σμιλεμένο της κορμ…»

Η όποια ηρεμία κατάφερνα να διατηρήσω ως τώρα, εξανεμίζεται. Ορμάω μακριά του, χρησιμοποιώντας το μικρό μου μέγεθος και την ταχύτητα σαν συμμάχους, και ξεκινάω να ξεντύνομαι, ώστε να απελευθερώσω όλη μου τη δύναμη. Βγάζω το παλτό και το αφήνω στο πλάι. Έπειτα το πουκάμισο. Ο Άρθουρ στέκεται και με παρατηρεί με ενδιαφέρον. Γέρνω το σώμα μου προς τα μπρος και αισθάνομαι κάτι να σκαρφαλώνει από το ισχίο μου και να ανεβαίνει μέχρι το δεξί μου πλευρό. Έπειτα διογκώνεται σαν να θέλει να εκραγεί. Ο πόνος είναι δυσβάσταχτος, μα τον υπομένω. Τελικά σκίζει το δέρμα μου και ξεδιπλώνεται. Όσο αυξάνει σε μέγεθος, τόσο πιο πολύ νιώθω πως σκίζει τα σωθικά μου. Το βασανιστήριό μου φτάνει στο τέλος του. Το φτερό εγείρεται πλέον, φτάνοντας μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι μου. Το δεξί μου μάτι, εκείνο που χρυσίζει, μου χαρίζει την ανάγνωση των σκέψεων, αρκεί να διατηρώ οπτική επαφή. Το εσωτερικό του σώματός μου είναι ανάλαφρο και μια αίσθηση ανακούφισης με κατακλύζει.

Χτυπάω το φτερό μου και με υψώνει κατά ένα μέτρο. Ακολουθώ τη συνήθη καθοδική πορεία. Έχω φτάσει πλέον μπροστά από τον Άρθουρ, ο οποίος είναι εκστασιασμένος. Τα μάτια του μαυρίζουν ολοκληρωτικά και παίρνει επιθετική στάση. Τα λόγια του αντηχούν στα αυτιά μου.

Την άγγιξε…

Η εικόνα από το ματωμένο περιδέραιο με τυφλώνει. Κόκκινες σταγόνες σκοτεινιάζουν τον κόσμο μου. Η ανθρώπινη φύση μου κάνει πίσω.

Την τραυμάτισε…

Του επιτίθεμαι με μένος. Το φτερό μου δίνει ώθηση και ταχύτητα σε κάθε μου κίνηση. Αποφεύγω το βαρύ του σώμα με ένα άλμα και βουτάω προς το έδαφος. Η ταχύτητά μου τον αποπροσανατολίζει και φτάνω να στέκομαι πάνω από το πεσμένο του κορμί. Κοπανάω το στέρνο του ξανά και ξανά.

Τα μάτια μας συναντώνται και κατακλύζομαι από σκέψεις.

Προδότης. Νόρμαν Αντζέλους. Κρύβει μια παρεκκλίνουσα Αναλώσιμη. Ευτυχώς έχω κρύψει τα ίχνη της και δεν μπορεί να τη βρει κανείς.

Παθαίνω πανικό. Οι κινήσεις μου φθίνουν και τελικά παύουν. Με μια αεράτη κίνηση, φτάνω πάνω σε μια μεταλλική λάμπα δρόμου, η οποία εκφύεται σαν κλαδί από τον τοίχο της πολυκατοικίας που τραυμάτισε ο Άρθουρ. Η αλήθεια είναι πως έπαψα να αναζητώ την Έλια, τη στιγμή που ο Φύλακας άλλαξε πορεία. Οξύνω τις αισθήσεις μου. Δοκιμάζω να τη βρω. Κανένα άρωμα φρούτου. Η μυρωδιά των δακρύων και του φόβου της είναι εξίσου απούσα.

«Που την έχεις; Πώς κατάφερες να καλύψεις τη μυρωδιά της;» σαστίζω.

«Είμαι λύκος, άγγελε. Η δουλειά μου είναι να θηρεύω και να αιχμαλωτίζω τη λεία μου. Δε μου αρέσει ο ανταγωνισμός» απαντά χαιρέκακα.

«Θα σε ρωτήσω μια τελευταία φορά. Που είναι;» προφέρω με ήρεμο τόνο, ενώ μεταπηδώ πίσω στο πεζοδρόμιο.

«Μικρή» φωνάζει ο Άρθουρ.

Με φρίκη παρατηρώ την Έλια να πλησιάζει υπάκουα. Τα γόνατά της είναι σκισμένα και αιμορραγούν. Τα μαλλιά της έχουν ξεχυθεί στους ώμους της. Το φόρεμά της έχει χαμηλώσει και αποκαλύπτει λίγο από το μπούστο της. τα μεγάλα πράσινα μάτια της κοιτάζουν το κενό, ενώ περπατά προς το μέρος του. Δε με κοιτάζει. Δεν μπορεί να με δει. Είναι υπνωτισμένη. Στέκεται μπροστά του και εκείνος σηκώνει τα μαλλιά της. Τέσσερις χαραγματιές χωρίζουν το δέρμα του λαιμού της στην αριστερή πλευρά. Βαριανασαίνω έντρομος. Τα νύχια του πιέζουν κάθε σημείο όπου το δέρμα χωρίζεται.

«Τώρα που σου απάντησα στο ερώτημά σου, θα απαντήσεις εσύ στα δικά μου».

Κουνώ το κεφάλι καταφατικά, ανίκανος να σαλέψω περισσότερο.

«Σε ποια κατηγορία ανήκει;»

«Ευαίσθητη».

«Πώς τη λένε;»

Κλείνω τα χείλη και τα πιέζω μεταξύ τους. Το φτερό μου γέρνει προς το έδαφος ηττημένα.

«Πώς τη λένε, ανάθεμα;» φωνάζει ο Άρθουρ.

«Λούπους, η υπόθεση λήγει εδώ».

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ένιωθα ανακούφιση ακούγοντας τη φωνή του ανθρώπου που με εκβίασε πριν από λίγη ώρα. Η φωνή του κου Χένρι Δανδρέλους καθησυχάζει το απελπισμένο μου είναι. Η Έλια εξακολουθεί να μοιάζει με άψυχη κούκλα, πράγμα που δεν αντέχω. Είναι απάνθρωπο αυτό που της συμβαίνει. Τα αίματα. Οι γρατζουνιές. Η παρεμβατικότητα ατόμων σαν και εμάς επάνω της. Ίσως να ήταν καλύτερα αν την είχα σκοτώσει εκείνη τη μέρα.

«Κύριε Δανδρέλους» τον υποδέχεται με ανανεωμένη διάθεση ο λύκος. «Πόσο χαίρομαι που είσαστε εδώ. Θα σας φανεί πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η υπόθεση. Αυτό το κορίτσι, ανήκει στους Ευαίσθητους, μα έχει μια μεταλλική πλάκα που αναγράφει τη λέξη “Αναλώσιμη”».

«Μπορώ να δω αυτή την αλυσίδα;»

Ο Άρθουρ την τραβά για δεύτερη φορά από το τζιν του και την κρατά ψηλά, για να τη δει ο Ηγέτης. Εκείνος πλησιάζει και μορφάζει αηδιασμένος από το αίμα. Δεν μπορώ να μην προσέξω πως όσο τον βλέπω, δεν έχει ρίξει ούτε ένα βλέφαρο στην Έλια. Κάνει ένα νεύμα προς το μέρος μου και στραβοκαταπίνω.

«Άντριαν!» φωνάζει απαιτητικά, καθώς επαναλαμβάνει το νεύμα.

Πλησιάζω μουδιασμένα και στέκομαι στο πλευρό του. Γυρνά το κεφάλι προς το μέρος μου. Μόλις κάνουμε οπτική επαφή, μου μιλά χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χείλη του.

Διάλυσε το πειστήριο.

Τραβώ την αλυσίδα υπάκουα και τη σφίγγω μέσα στην παλάμη μου, έως ότου γίνεται θρύψαλα. Ο Άρθουρ κάνει να αντιδράσει, μα το χέρι του Δανδρέλους τον εμποδίζει.

«Ο Άντριαν είναι φίλος».

«Μα τον λένε…»

«Θέλεις να είμαστε φίλοι ή εχθροί, Λούπους;»

«Φίλοι, κύριε» μουρμουρίζει, σκύβοντας σε μια ένδειξη σεβασμού.

«Πολύ καλά. Θα αφήσεις τον Άντριαν και την κόρη του ήσυχους, λοιπόν. Είμαι σαφής; Αν το κάνεις αυτό και κρατήσεις το στόμα σου κλειστό για αυτή την… ανεξήγητη υπόθεση, θα μπορούσες να επιβραβευτείς».

Ακινησία και σιγή. Περνούν δύο λεπτά. Ο Άρθουρ σηκώνει το κεφάλι για να με αντικρύσει. Το μαύρο έχει καταπιεί κάθε λευκή γωνιά των ματιών του. Είναι εξοργισμένος. Σταδιακά, επιστρέφει στην πιο ανθρώπινη εκδοχή του. Περπατά προς το μέρος μου και κολλά τη μύτη του στη δική μου. Ρουφάει αέρα, σαν να θέλει να απομνημονεύσει τη μυρωδιά μου και φεύγει. Δίνει το χέρι στον κο Χένρι.

«Είμαστε σύμφωνοι».

«Από αύριο, λοιπόν, θα έχεις το ελεύθερο να κακοποιείς όποιο θύμα κρίνεις ενδιαφέρον. Θα πεθάνει, άλλωστε. Πιο το νόημα να καταπιέζεις τα ζωώδη ένστικτά σου;»

Η καρδιά μου επιβραδύνει. Το επόμενο θύμα θα μπορούσε να ήταν η Έλια. Ο Άρθουρ έδειξε πως είχε κακές προθέσεις. Αν μπορούσε, ίσως και να κακομεταχειριζόταν το σώμα της για να εκμαιεύσει ηδονή, και ας ήταν μικρό κορίτσι. Ο άντρας αυτός είναι διεστραμμένος και άρρωστος.

Και ο Χένρι είναι ένα μεταμφιεσμένο άψυχο τέρας.

Έκανα συμφωνία με τον διάβολο. Με βοηθά, αλλά με τι κόστος; Τι έφταιξαν τα άλλα θύματα; Μπορεί να τους αξίζει ο θάνατος, κάτι το οποίο δεν πιστεύω πλήρως, αλλά όχι η κακοποίηση. Γιατί να πληρώσουν τόσες ψυχές, για το δικό μου λάθος; Πρέπει να τον σταματήσω. Πρέπει να απορρίψω τη διευκόλυνση που μου παρέχει και να επωμιστώ τις συνέπειες. Η Έλια θα πεθάνει, όπως θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει και εγώ θα πάω στο Ολύμπιο και δε θα με δει κανένας από εκεί και έπειτα.

Τα απλανή μάτια της Έλιας φέρνουν την εικόνα του θανάτου της στο μυαλό μου. Είναι απάνθρωπο. Είχε τόση ζωή μέσα της… τόσα συναισθήματα. Δε θέλω να πεθάνει. Η δική μου υπόσταση δε σημαίνει πολλά για εμένα. Μα η αδερφή μου θα φέρει ένα μωρό στον κόσμο. Θέλω να είμαι στο πλευρό της, κυρίως τώρα που νιώθει μόνη μέσα στη σχέση της. Χρειάζεται ένα στήριγμα. Κλείνω τα μάτια και αποφασίζω να σφραγίσω τα χείλη μου.

Ο Άρθουρ με πλησιάζει ξανά, χαμογελαστός και ευδιάθετος πλέον. Μου κλείνει το μάτι.

Θα τα ξαναπούμε. Εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε. Η σκέψη του βυθίζεται στο κεφάλι μου αυτόματα.

Ώστε δε θα πάψει να είναι εχθρός μου. Απλά θα το κάνει έμμεσα, ώστε να τηρήσει τη συμφωνία που έκανε με τον Δανδρέλους. Βηματίζει προς την Έλια. Το φτερό μου είναι σε ετοιμότητα, μα ο Χένρι ακουμπάει τον ώμο μου απαλά, ζητώντας μου να μείνω αμέτοχος. Ο Λούπους φτάνει μπροστά της. Τα χέρια του ταξιδεύουν στο σώμα της, αγγίζοντας το στήθος της. Το στομάχι μου ανακατεύεται επικίνδυνα. Γρυλίζω. Αυτό το ενοχλητικό χέρι αγγίζει ακόμα τον ώμο μου. Της ζητά να ξυπνήσει.

Τα βλέφαρά της ανοίγουν διάπλατα. Ξεκινούν να προσαρμόζονται. Πρώτα στο πρόσωπό μου. Μετά στου παππού της. Τέλος, στον διώκτη της, ο οποίος στέκεται σαν τέρας από πάνω της. Δακρύζει και διπλώνεται, για να προστατευτεί. Το κλάμα της γίνεται γοερό και ο λύκος γελά ευχαριστημένος.

«Καλό κορίτσι» λέει σκληρά, ενώ απομακρύνεται.

Ο Χένρι γυρνά την πλάτη του και φεύγει. Τον παρακολουθώ, εμβρόντητος. Δε θέλει να πει μια κουβέντα στην εγγονή του; Μοιράζονται το ίδιο αίμα… Αποσύρω την προσοχή μου από εκείνον, αποφασίζοντας πως η Έλια με έχει ανάγκη.

Την πλησιάζω και την τυλίγω μέσα στο φτερό μου. Με τη βοήθειά μου, στέκεται ξανά όρθια και ξεκινά να περπατάει στο πλευρό μου. Σπαρταράει σαν ψάρι και εξετάζει τον περίγυρο αγωνιωδώς, μα τη διαβεβαιώνω πως δε θα την πειράξει κανείς πια.

«Απλά μη φεύγεις μακριά μου».

Απολογείται. Δεν μπορώ να απαντήσω. Πλέον δεν έχω το δικαίωμα να φερθώ σαν αγενής και αχρείος Φύλακας. Έχω κάνει κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που έκανε η Έλια. Έχω καταδικάσει πολλούς ανθρώπους. Κάθε μέρα, ένα ακόμα περιστατικό που δε θα γνωστοποιείται, θα βαραίνει τη συνείδησή μου. Ξέρω ότι αν υπάρχει κόλαση, θα πάω εκεί.

Σταματάω στη μέση του δρόμου και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου. Είναι πιο ζωντανή από ποτέ, έτσι όπως φοβάται και κλαψουρίζει. Της χαμογελάω.

«Νομίζω ότι με κάνεις πιο ανθρώπινο».






Ράνια Ταλαδιανού