Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 38) - "The body still remembers" (ΤΕΛΟΣ)


Ολοκλήρωσα το νούμερό μου και κατέβηκα από την πίστα αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό. Είχα δώσει την καλύτερη παράστασή μου σήμερα και μπορούσα να το νιώσω. Ένα μεγάλο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη μου και μπήκα πλημμυρισμένη από ευχαρίστηση στο καμαρίνι μου. Η Ζέλντα βρισκόταν καθισμένη στον καναπέ μου και με περίμενε, όταν άνοιξα την πόρτα. Την κοίταξα καχύποπτα. Δε με επισκεπτόταν σχεδόν ποτέ η υπεύθυνη των φορολογικών του μαγαζιού εμένα. Δεν ήταν ότι είχαμε άσχημες σχέσεις, αλλά δεν την πολυσυμπαθούσα κιόλας. Με κοίταξε με τα ψυχρά μαύρα μάτια της και μου έκανε σήμα να καθίσω. Α, πολύ ευγενική που μου το επέτρεπε στο καμαρίνι μου!
«Νόμιζα ότι εγώ και εσύ, θα συναντιόμασταν ξανά τη μέρα που θα πάγωνε η κόλαση...» της είπα ειρωνικά, ενώ γυρνούσα προς τον καθρέφτη μου και ανανέωνα το μακιγιάζ μου. Γιατί αυτή η έκφραση έκανε την καρδιά μου να πονάει έτσι;
«Το ίδιο ήλπιζα και εγώ αλλά οι συνθήκες άλλαξαν».
Την κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη. Αισθανόταν άβολα που βρισκόταν εδώ. Κοιτούσε γύρω της τα αραχνοΰφαντα φορέματά μου και τους κορσέδες, ενώ εκείνη καθόταν ακίνητη με το ταγεράκι της. Ταγεράκι σε μαγαζί αισθησιακού χορού! Τέλειο!
«Τι τρέχει;» ρώτησα, ενώ άπλωνα άλλη μια κόκκινη στρώση στα χείλη μου. Φάνηκε να διστάζει και γύρισα παραξενεμένη να την κοιτάξω.
«Έχεις έναν πελάτη που ζητάει ιδιωτικό νούμερο».
Γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου πέρα-δώθε.
«Ζέλντα, νόμιζα ότι τα είχαμε ξεκαθαρίσει. Δεν κάνω ιδιωτικά». Ήταν από τους όρους μου, όταν υπέγραφα το συμβόλαιο συνεργασίας μου με το μαγαζί. Με έκανε να νιώθω φτηνή. Άλλες κοπέλες το έκαναν και δεν τις έκρινα για αυτό φυσικά. Καλά κάνανε. Εγώ όμως δε θα ρίσκαρα να έρθω τόσο κοντά σε έναν πελάτη, ώστε να δει τα σημάδια μου ή να με πιάσει. Δε γούσταρα να ξέρω ότι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε ο οποιοσδήποτε να απλώσει το χέρι του πάνω μου ή να σχολιάσει τα σημάδια μου. Η Ζόι, η ιδιοκτήτρια, είχε συμφωνήσει με αυτόν τον όρο, αν και η Ζέλντα δε συμφωνούσε. Ήμουν έλεγε το πιο καλό χαρτί τους, ο πιο όμορφος άγγελος και θα έπρεπε να κάνω ιδιωτικούς χορούς. Εγώ είχα επιμείνει, η Ζόι είχε αποφασίσει και η Ζέλντα είχε σκάσει.
«Το γνωρίζω. Αυτό που εσύ δε γνωρίζεις είναι ότι είναι ένας τύπος που θέλει ειδικά εσένα...»
«Πολλοί τύποι θέλουν ειδικά εμένα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τους κάνω το χατίρι» της είπα μορφάζοντας και επιδεικνύοντας της το σώμα μου.
«Δεκτό...» απάντησε και σηκώθηκε να φύγει. Κοντοστάθηκε στην πόρτα όμως. «Δίνει ένα εκατομμύριο δολάρια και υπόσχεται να μη σε αγγίξει» μου είπε και γύρισε να μου ρίξει μια ματιά. «Ξέρω τους ενδοιασμούς σου με το σώμα σου. Θα έχουμε φύλακες έξω από την πόρτα. Δε θα αφήσουμε τίποτα να πάει στραβά. Αυτά τα λεφτά τα χρειάζεται η Ζόι». Το συμφωνητικό για τους ιδιωτικούς χορούς ήταν 60-40 υπέρ της χορεύτριας. Ήξερα ότι η Ζόι είχε μεγάλα προβλήματα με την υγεία της και ήταν αρκετές οι φορές που είχα αρνηθεί να πληρωθώ στο τέλος του μήνα, ελπίζοντας ότι έστω αυτά τα χρήματα θα τη βοηθούσαν. Εγώ εξάλλου δε χρειαζόμουν τα λεφτά. Έβγαζα αρκετά από τα παράνομα παιχνίδια που στήνονταν εδώ και εκεί παντού στην πόλη. Η ενσυναίσθηση ήταν πολύ χρήσιμη σε αυτά. Φαινόταν στο πρόσωπο μου η μάχη που παλλόταν μέσα μου. Διχασμένη ανάμεσα σε εγωισμό και ανθρωπιά. Κοίταξα τη Ζέλντα και αναστέναξα απηυδισμένη. Ήξερα ότι αυτά τα 400.000 δολάρια θα έκαναν τη διαφορά στην υγεία της.
«Καλά. Μόνο για αυτή την φορά όμως». Το πρόσωπο της Ζέλντας φωτίστηκε και έσπευσε γρήγορα και με αγκάλιασε.
«Ευχαριστώ» μου είπε με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της. «Αυτά τα λεφτά θα βοηθήσουν πραγματικά τη μητέρα μου. Ευχαριστώ!» Βγήκε από το δωμάτιο και εγώ έπεσα αποκαμωμένη στον καναπέ μου. Σε τι είχα συμφωνήσει, Θεέ μου;

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Κοιτούσα την ντουλάπα μου με μορφασμό αηδίας. Δεν ήξερα τι έπρεπε να φορέσω σε έναν ιδιωτικό χορό. Δεν το είχα ξανακάνει. Τίποτα δε φαινόταν αρκετό για έναν τέτοιο χορό. Ύστερα από δέκα αργά, βασανιστικά λεπτά απελπισίας παραιτήθηκα. Έπρεπε να πάω στην αίθουσα οπότε βγήκα από το δωμάτιο και φώναξα:
«Ρόουζ;» Η κοπέλα από το διπλανό καμαρίνι ξεπρόβαλε το ξανθό κεφάλι της από την πόρτα και με κοίταξε με τα καστανά μάτια της.
«Λιλιάνα, τι τρέχει;» με ρώτησε με την τσιριχτή φωνούλα της. Την αγαπούσα αυτήν την κοπέλα. Ήταν πραγματικά η χαρά της ζωής. Τόσο γλυκιά, τόσο αθώα, τόσο χαρούμενη και ταυτόχρονα τόσο αισθησιακή χορεύτρια. Βγήκε από το καμαρίνι της με τα εσώρουχα της, σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο και μπήκε στο δικό μου.
«Έχω έναν ιδιωτικό χορό». Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια χωρίς να πει λέξη. Ήξερε και εκείνη τις απαιτήσεις μου. «Μη σχολιάσεις. Απλά βοήθησε με να διαλέξω». Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω εξονυχιστικά, κάνοντας με να νιώσω γυμνή κάτω από το εξεταστικό της βλέμμα. Έκανα να καλύψω τα σημάδια μου ασυναίσθητα, αλλά με σταμάτησε πιάνοντας μου τα χέρια στα δικά της.
«Δε χρειάζεται να κρύβεσαι. Είσαι πολύ όμορφη. Ούτε καν αυτά τα σημάδια δεν μπορούν να κλέψουν την ομορφιά σου». Ένιωσα ένα παράξενο σφίξιμο στο στήθος και ξαφνικά ήθελα να βάλω τα κλάματα. Αυτά τα λόγια μου είχαν φανεί γνώριμα. Αγνόησα αυτή μου την παρόρμηση και χαμογέλασα στη Ρόουζ. «Λοιπόν...» άρχισε να λέει ψάχνοντας τα ρούχα μου. «Θα πρότεινα λευκό. Ταιριάζει με το χλωμό δέρμα σου και με το όλο σκεπτικό του αγγέλου». Με κοίταξε για μια στιγμή και ξανάπεσε με τα μούτρα στην ντουλάπα μου. «Αχά!» αναφώνησε με καμάρι τραβώντας κάτι από τον πάτο της ντουλάπας. Κοιτώντας το χέρι της κοίταξα τον κορσέ στο χρώμα του δέρματος και τα ασορτί εσώρουχα. Γούρλωσα τα μάτια μου και σούφρωσα τα χείλη μου. Πώς στο καλό είχε βρεθεί αυτό εκεί; Έπιασε και ένα λευκό ζακετάκι και μου τα έδωσε. «Γδύσου τώρα». Γέλασα και πήρα διστακτικά τα ρούχα από τα χέρια της. «Θα σε βοηθήσω και με το μακιγιάζ σου» είπε χαμογελαστά και για πρώτη φορά χαιρόμουν που υπήρχε κάποιος δίπλα μου να με βοηθάει. Την εκτιμούσα την προθυμία και τον ενθουσιασμό της. Γδύθηκα μπροστά της, ποιος ο λόγος να κρύβομαι άλλωστε; Ήξερε για τα σημάδια μου και δεν είχα κάτι που δεν είχε και εκείνη. Με βοήθησε να δέσω τον κορσέ και να βάλω αρκετό μεικ απ στα σημάδια μου. Μου φόρεσε την άσπρη δαντελένια ρόμπα και με χτύπησε στον πισινό. «Εγώ θα πήγαινα μαζί σου πάντως» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. Της έβγαλα την γλώσσα προκλητικά και δάγκωσε το χείλος της επιδεικτικά. Μου άρεσε η παρέα της. Μάλλον δεν την είχα εκτιμήσει όσο έπρεπε.
Προχώρησα με αργά βήματα προς την ιδιωτική αίθουσα και κοντοστάθηκα στην πόρτα. Οι δυο φουσκωτοί άντρες με κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω. Δεν τους ήξερα αλλά και πάλι, δεν ήξερα όλο το προσωπικό πέρα από τον ένα από τους 3 μπάρμαν και 5 από τις 20 κοπέλες. Άρα δεν είχα πολλές επιλογές. Άφησα μια βαθιά ανάσα να φύγει από τα πνευμόνια μου μαζί με όλες τις αναστολές μου και μπήκα μέσα. Ένα απαλό κόκκινο φως φώτιζε το σχετικά ευρύχωρο δωμάτιο. Ένα υπερυψωμένο τμήμα βρισκόταν στον έναν τοίχο με έναν στύλο βιδωμένο πάνω του. Στον απέναντι τοίχο, δυο με τρία μέτρα πιο μακριά βρισκόταν ένας μαύρος, δερμάτινος καναπές. Η σκιά ενός άντρα τρεμόπαιζε κάτω από τα φώτα και δε φάνηκε να με παρατηρεί. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου αφήνοντας την ασφάλεια των δυο αντρών πίσω μου και έμεινα μόνη μου με εκείνη την σκιά.
«Μην φοβάσαι. Δε δαγκώνω» πρόφερε αργά όταν είδε τον δισταγμό μου να φτάσω στην σκηνή. Κάτι στη φωνή του, τόσο ζεστή και παράξενα γνώριμη έβαλε φωτιά σε όλες τις αισθήσεις μου. Πλησίασα αργά, προσπαθώντας να ηρεμήσω τους παλμούς μου και ανέβηκα αποφασιστικά στο ύψωμα. Πάτησε το πλήκτρο της μουσικής και άρχισα να γυρίζω αργά, αποφεύγοντας το βλέμμα του άντρα που τώρα είχα μπροστά μου. Καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα, τα χέρια του απλωμένα στην πλάτη του καναπέ και το βλέμμα του σκοτεινό, δεν ήξερα αν με κοιτούσε.
«1 εκατομμύριο για έναν χορό; » τον ρώτησα καχύποπτα.
Οι κανόνες έλεγαν ότι δεν έπρεπε να κάνεις ερωτήσεις, μονάχα να απαντάς σε ότι σε ρωτάνε. Και σίγουρα δεν έλεγε να κατηγορήσεις τον πελάτη για το πόσα έδωσε ή να υποτιμήσεις την υπηρεσία που προσέφερες αλλά πραγματικά ήταν εξωφρενικά μεγάλο ποσό απλά για έναν χορό. Μια πόρνη φθηνότερα θα του στοίχιζε. Διέκρινα την υποψία ενός χαμόγελου στο δίχως φως πρόσωπο του, ενώ έπεφτα στα γόνατα μπροστά.
«Τόσο κακό το βρίσκεις;» με ρώτησε.
«Είναι πολλά λεφτά» του είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα. Δεν ήθελα να τον τσαντίσω, δεν ήξερα και πώς θα αντιδρούσε.
«Όχι για σένα». Εντάξει. Αυτό ήταν κολακευτικό και με έκανε να χαμογελάσω. «Σου πάει». Σταμάτησα στα μισά της κίνησης και τον κοίταξα. Κοίταξα το σώμα μου ασυναίσθητα και όταν ξανασήκωσα το βλέμμα μου τον είδα να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την σκηνή.

«Δεν κάνει να αγγίξετε» του είπα, ο φόβος καθαρός στην φωνή μου. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε.
«Δεν αγγίζω χωρίς συναίνεση». Τα πράσινα μάτια του έκαιγαν την ψυχή μου και η ανάσα μου επιτάχυνε ασυναίσθητα.
«Σε ξέρω;» τον ρώτησα αργά. Ανέβηκε αργά στην σκηνή κάνοντας με να πισωπατήσω προς τα πίσω. Δε φοβόμουν. Όχι με τον τρόπο που θα έπρεπε. Δεν ανησυχούσα για το αν θα με άγγιζε ή θα με έβλαπτε. Φοβόμουν μήπως και δε με άγγιζε. Οκ, αυτό ήταν τρομακτικό. Η πλάτη μου ακούμπησε στον τοίχο και ο άγνωστος άντρας ήρθε σε απόσταση αναπνοής από εμένα.
«Δεν ξέρω, Λιλιάνα. Με ξέρεις;» με ρώτησε με αυτά τα μεγάλα, σαγηνευτικά μάτια να μη φεύγουν στιγμή από τα δικά μου. Η αναπνοή μου έβγαινε ακανόνιστη, το βλέμμα μου καρφώθηκα στα χείλη του και είχα μια ακατανίκητη επιθυμία να τον φιλήσω. Δάγκωσα το χείλος μου δυνατά, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσω και να μην κάνω καμιά βλακεία. Για όνομα, τι είχα πάθει; Ήταν πελάτης και έπρεπε να είμαι επαγγελματίας. «Γιατί αντιστέκεσαι;» Τον κοίταξα απελπισμένη. Τα χείλη του ακούμπησαν απαλά, σχεδόν σαν να μην έγινε ποτέ στα δικά μου και έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας τις αισθήσεις μου ελεύθερες. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του βαθαίνοντας το φιλί και ένιωσα το σώμα του να πιέζει το δικό μου περισσότερο στον τοίχο. Με άρπαξε από τα μαλλιά και δάγκωσε το χείλος μου κάνοντας με να αναστενάξω δυνατά, αλλά ευτυχώς τα χείλη του ήταν εκεί να καταπιούν τον θόρυβο. Με άφησε απότομα, ξέπνοη, μπερδεμένη, με μια καρδιά να χτυπάει ανεξέλεγκτα στο στήθος μου και απίστευτα ερεθισμένη. Τι ήταν αυτό;

«Ούτε το όνομα σου δεν ξέρω...» ήταν το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό και πρόλαβα να προφέρω. Έφερε τον δείκτη του στα χείλη μου και χαμογέλασε. Τα γένια του είχαν γδάρει το δέρμα του προσώπου αφήνοντας μου μια γλυκιά ανατριχίλα και σαν να ήξερε, κάλυψε τα μάγουλα μου με τα δροσερά χέρια του.

«Δεν ξέρεις, Πειρασμέ;» Τα μάτια μου στένεψαν και τον κοίταξα καχύποπτα. Πειρασμέ; «Θες το όνομά μου;» με ρώτησε και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να γνέψω καταφατικά. «Ντάμιαν, μικρέ άγγελε. Το όνομά μου είναι Ντάμιαν...»


                                                                  ΤΕΛΟΣ

NADIA