Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 14)

ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ

ΌΛΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΑΙΔΟ ΣΙΩΠΗΣΕ. Οι ματιές των αντρών έπεσαν πάνω στον στρατηγό. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες έριξαν τις περικεφαλαίες τους στο έδαφος. Η Μία άφησε το σώμα της να πέσει άνευρα στη ράχη του Σάντεν. Δεν της είχε απομείνει αρκετή δύναμη για να τρέξει κοντά του. Άλλωστε, δεν ήταν εκεί πια. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε μερικά δάκρυα να κατρακυλήσουν στα μάγουλά της. Προσπάθησε να ανασάνει, αλλά τα αποθέματα αέρα έμοιαζαν να έχουν λιγοστέψει. Ο Εστέφαν δεν άρθρωσε ούτε λέξη. Τότε αντήχησαν τα λόγια του μέσα στο κεφάλι της.
Αν μείνεις θα σου συμβεί κάτι κακό. Και εγώ δε θα κάνω τίποτα για να το αποτρέψω.
Σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε κατάματα.
«Για αυτό μου μιλούσες; Ήξερες ότι θα συμβεί;»
Τα δάκρυα ξεκίνησαν να αναβλύζουν από τα μάτια της σαν ποτάμι, αλλά δεν την ένοιαζε. Το πρόσωπο του Εστέφαν χαρακώθηκε από τον πόνο. Τράβηξε το βλέμμα μακριά από το δικό της
«Όχι, δεν ήξερα» παραδέχτηκε. «Αυτό για το οποίο σου μιλούσα δεν έχει συμβεί ακόμη. Αυτό…» δίστασε «είναι η απόρροια του πολέμου».
Η Μία έσφιξε τα δόντια της θυμωμένα.
«Το ξέρω αυτό». Η φωνή της ήταν παγωμένη.
Άφησε το σώμα της να κυλήσει στο φτερό του δράκου, ο οποίος είχε το κεφάλι του σκυμμένο και τα μάτια του κλειστά ως ένδειξη σεβασμού. Αφού άγγιξε το έδαφος, ξεκίνησε να περπατάει προς την σκηνή της. Όσο προχωρούσε, τα σκυμμένα κεφάλια των στρατιωτών γυρνούσαν και την παρατηρούσαν. Ένιωθαν οίκτο κι αυτό την αηδίαζε. Φρόντισε να κρατήσει το πρόσωπό της ανέκφραστο.
«Ο Κλέιν Έστιαλορ θα πάρει τη θέση του στρατηγού Γκέλντορ Μόλτεν στις επερχόμενες μάχες» είπε η μαγικά ενισχυμένη φωνή της Έις, μα η Μία δεν της έδωσε σημασία.
Τα μάτια της στέγνωσαν. Δεν της απέμειναν άλλα δάκρυα. Όσο προχωρούσε ανάμεσα στους επιζώντες, σκεφτόταν. Αναρωτιόταν αν ο πόλεμος θα έπαιρνε κι εκείνη μακριά, ή τον Λίον, ή τον Εστέφαν, ή τη Λύριο. Όλοι όσοι γνώριζε βρίσκονταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αλλά ήταν πολύ αργά για να δειλιάσει τώρα. Βρισκόταν μέσα στην κακοκαιρία και τον χαλασμό και η μόνη της επιλογή ήταν να παλέψει. Τώρα που ο πατέρας της είχε φύγει, αισθανόταν πως τα κύματα αυτής της τρικυμίας την πλάκωναν και την έπνιγαν, αλλά πάντοτε έβρισκε έναν τρόπο για να επιβιώσει.
Όσο πιο πολύ χανόταν στις σκέψεις της, τόσο πιο λίγο πρόσεχε τα βλέμματα των στρατιωτών. Το μυαλό της αναζητούσε θραύσματα του παρελθόντος για να κρατηθεί από αυτά. Θυμόταν μια μέρα, όταν ήταν μόλις επτά χρονών. Είχε τρέξει στο γραφείο του πατέρα της. Εκείνος είχε τη μύτη του χωμένη μέσα σε βιβλία και δεν ενοχλήθηκε, για να της ρίξει μια ματιά. Ο μικρός της εαυτός τον κοίταζε για ώρα αναζητώντας λίγη προσοχή. Μα δεν είπε ούτε λέξη. Τελικά ο Γκέλντορ αναστέναξε και άφησε κάτω τον τεράστιο τόμο.
«Τι θέλεις Μία;»
Η φωνή του έκρυβε βαθιά μέσα της λίγη τρυφερότητα. Το κορίτσι, που τότε τα μαλλιά του σχημάτιζαν πυκνότερες μπούκλες, τον κοίταξε με κόκκινα μάγουλα.
«Θέλω να πας μια βόλτα με τη μαμά» του είπε ντροπαλά.
Ο άντρας, του οποίου οι αχνές ρυτίδες ίσα που ξεκινούσαν να φαίνονται, ύψωσε τα φρύδια του. Την πλησίασε και τη σήκωσε στον αέρα.
«Γιατί έτσι;» τη ρώτησε με περιέργεια.
«Νιώθει μοναξιά» είπε η μικρή εκδοχή του εαυτού της θυμωμένα.
Ο Γκέλντορ αναστέναξε.
«Το ξέρω». Την παρατήρησε θλιμμένα και τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο. «Εμείς οι ενήλικες μερικές φορές παραμελούμε αυτούς που αγαπάμε» παραδέχτηκε στο κορίτσι.
Εκείνο σούφρωσε τα χείλη του πεισματάρικα. «Η μαμά ποτέ δεν ξεχνάει. Πάντα μας προσέχει».
Ο Γκέλντορ γέλασε με το πείσμα της κόρης του. Την άφησε να αγγίξει το πάτωμα και κράτησε το χέρι της.
«Είσαι η κόρη μου. Έπρεπε να το περιμένω πως δεν υποχωρείς ποτέ» της είπε αναστενάζοντας. «Πάμε λοιπόν μια βόλτα μαζί της για να δει πόσο την αγαπάμε» της πρότεινε και το πρόσωπό της φωτίστηκε.
Η Μία έκλεισε τα μάτια της και γέλασε.
Ποτέ δεν έμαθες να δείχνεις την αγάπη σου, Γκέλντορ.
Τώρα πια είχε φτάσει στη σκηνή της. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Απόρησε αν εκείνη είχε μάθει να δείχνει την αγάπη της ή αν είχε ακολουθήσει το μονοπάτι του πατέρα της. Το σίγουρο ήταν πως δεν είχε προλάβει να τη δείξει σε εκείνον. Ήταν κι οι δύο σκληροί σαν βράχοι και το πείσμα τους δεν είχε όρια. Δεν άνοιγαν την καρδιά τους, απλώς κινούνταν σύμφωνα με αυτήν. Η Μία περισσότερο από εκείνον.
«Λυπάμαι».
Η φωνή της Φιέρας την ανάγκασε να πεταχτεί στον αέρα τρομαγμένη.
«Εδώ ήσουν όλη αυτή την ώρα;» απαίτησε να μάθει.
Η Φιέρα ένευσε. «Η Λύριο μου απαγόρευσε να βγω από τη σκηνή». Η Μία ξάπλωσε κουρασμένα και χάζεψε, με το βλέμμα καρφωμένο τον πυρσό που σιγόκαιγε. «Αν θέλεις μπορώ να σου δείξω τις τελευταίες του στιγμές».
Τα λόγια της Φιέρας την αποστόμωσαν. Κοίταξε το παιδί δύσπιστα, μα το βλέμμα του ήταν σοβαρό.
«Του πατέρα μου;»
«Ναι».
«Πώς ξέρεις ότι πέθανε;»
«Το είδα, φυσικά» αποκρίθηκε ανάλαφρα. «Θέλεις να σου δείξω τι του συνέβη, ή όχι;»
«Πως;» σάστισε η Μία.
«Πρέπει μόνο να κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά».
Η Μία σφτάγισε τα βλέφαρά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τότε, η Φιέρα ξεκίνησε να μουρμουρίζει μια μελωδία. Η φωνή της ήταν απαλή και ήρεμη. Σιγά σιγά ξεκίνησαν να αντηχούν κλαγγές όπλων και ουρλιαχτά αντρών. Όταν αυτά δυνάμωσαν πολύ, η Μία άνοιξε τα μάτια της. Περίμενε να αντικρύσει το ταβάνι της σκηνής, αλλά αντί για αυτό είδε την πλάτη του πατέρα της. Ιδρώτας έσταζε από τον αυχένα και το πρόσωπό του. Η Μία περπάτησε προς το μέρος του. Το σώμα της ήταν διάφανο. Περνούσε μέσα από λόγχες και στρατιώτες, δίχως να της αφήνει την παραμικρή αίσθηση. Παρατήρησε το ζωντανό πρόσωπό του πατέρα της.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε φύγει. Τα μάτια του ήταν συντονισμένα. Έβλεπε όλους τους εχθρούς του και απέκρουε κάθε χτύπημα. Δίπλα σε εκείνον βρισκόταν ο Λίον. Μάλλον τα στρατεύματά τους είχαν ενωθεί. Ο ένας φυλούσε τα νώτα του άλλου. Οι άντρες του Κέζελθ ξεκίνησαν να πέφτουν. Τόσο ο πατέρας της όσο και ο Λίον ενέπνεαν τα στρατεύματά τους. Είχαν απομείνει μόνο τρεις, οι οποίοι στέκονταν μπροστά στον πατέρα της Μία. Ο Γκέλντορ σήκωσε το χέρι του για να σκοτώσει τον έναν από αυτούς, ενώ ο Λίον πάλευε με τους άλλους δύο. Οι άντρες της Λευκής Αυτοκρατορίας πανηγύρισαν πίσω τους. Ο πατέρας της ήταν έτοιμος να νικήσει και τον τελευταίο στρατιώτη που στεκόταν στα πέλματά τοθ. Είχαν καταφέρει να συντρίψουν τα στρατεύματα του Κέζελθ.
«Τι στο καλό συνέβη;» αναρωτήθηκε εξοργισμένη η Μία.
Ο στρατιώτης που πάλευε με τον πατέρα της κινδύνευε θανάσιμα. Ο Γκέλντορ ετοιμαζόταν να ξεσκίσει το σώμα του με το σπαθί του. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της Μία άστραψαν με κατάπληξη. Η ασημένια πανοπλία του εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ο στρατιώτης πήρε τη μορφή της μητέρας της. Τα λευκά μαλλιά της κυμάτιζαν, υπακούοντας στις διαταγές του ανέμου. Τα γαλάζια μάτια της τρεμόπαιζαν τρομαγμένα.
«Ελισάβετ» είπε ο πατέρας της και έμεινε ακίνητος.
Τα μάτια του μαλάκωσαν με έναν τρόπο που δεν είχε δει ποτέ η Μία. Η διαφανής κόρη του έτρεξε κατά πάνω του και προσπάθησε να τον τραβήξει. Τα χέρια της διαπέρασαν το παγωμένο από τον ύπουλο αιφνιδιασμό πατέρα της.
«Δεν είναι αυτή!» του φώναξε μέσα από τα αναφιλητά της.
Δεν είχε νόημα όμως. Ήταν πολύ αργά. Η Ελισάβετ έπεσε στην αγκαλιά του κι εκείνος την κράτησε. Η Μία δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τι σήμαινε η μητέρα της για εκείνον. Μόνο που αυτή η γυναίκα δεν ήταν η μητέρα. Κρατούσε ένα μαχαίρι στα χέρια της και όσο εκείνος την αγκάλιαζε, δε δίστασε να του το καρφώσει στη καρδιά. Ο Γκέλντορ γονάτισε και κοίταξε το πρόσωπο της γυναίκας του. Χαμογέλασε αχνά.
«Λίον» είπε χαμηλόφωνα, ενώ το αγόρι ούρλιαζε δίπλα του «πες στη Μία συγνώμη. Δεν άντεχα να βλέπω τη γυναίκα μου μέσα στη δίνη του θανάτου».
Τα μάτια του έκλεισαν και το σώμα του κατέρρευσε, όσο ένας πίδακας αίματος ξεπρόβαλε από το στόμα του. Για μερικά δευτερόλεπτα εξαπλώθηκε ένας ήχος γλιστερού πνιγμού και έπειτα, τίποτα. Η Μία ένιωσε το στομάχι της να ανασαλεύεται αηδιασμένο.
Μόλις ανέκτησε την εύθραυστη αυτοκυριαρχία της, άφησε το σώμα της να τον ακολουθήσει. Έφτασε επάνω από το σωριασμένο του κορμί και ανατρίχιασε στην όψη του κενού του βλέμματος. Βλασφήμησε. Αυτή τη φορά το ποτάμι που κυλούσε στα μάγουλά της οφειλόταν στην οργή που ένιωθε. Μισούσε αυτό το άτομο, τον αμφιεσμένο δολοφόνο που είχε παίξει με την καρδιά του πατέρα της. Τον μισούσε. Ο Λίον κάρφωσε τους δύο στρατιώτες με τους οποίους πάλευε και όρμησε προς τη γυναίκα. Εκείνη μεταμορφώθηκε για άλλη μια φορά.
Η Μία την κοίταξε δύσπιστα. Είχε πάρει τη δική της μορφή. Ο Λίον ξεκίνησε να παλεύει μαζί της, δίχως να διστάσει.
«Δεν είσαι εκείνη» μάσησε τα λόγια του.
Οι στρατιώτες είχαν γονατίσει πίσω από τον Λίον. προς τιμήν του πατέρα της. Εκείνος που υποδυόταν πως ήταν η Μία, γέλασε υστερικά.
«Φαντάστηκα πως το ίδιο κόλπο δεν θα έπιανε δύο φορές» του είπε αδιάφορα. Ο Λίον δεν απάντησε, απλώς συνέχισε να της επιτίθεται όσο εκείνη αμυνόταν.
«Θα πληρώσεις για αυτό που έκανες» της φώναξε.
Λίγα μέτρα πιο πίσω, εμφανίστηκε ένας άντρας. Φορούσε έναν εβένινο μανδύα και μια κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του. Στάθηκε ακίνητος και αποκάλυψε το πρόσωπό του. Ο Λίον έμεινε ακίνητος και η «Μία» γέλασε ικανοποιημένη. Ο άντρας είχε φιδίσια μάτια, θεληματικό σαγόνι και γωνιώδες πρόσωπό. Τα μαλλιά του ήταν λευκά μα τα χαρακτηριστικά του δε διατρέχονταν από ρυτίδες. Κοίταξε τους γονατισμένους στρατιώτες πίσω από το σώμα του Γκέλντορ.
«Στον πόλεμο δεν γονατίζει κανείς, εκτός κι αν είναι η τελευταία του στιγμή» είπε αυστηρά και με μια κίνηση των χεριών του, τα κεφάλια των στρατιωτών γύρισαν. Ακούστηκε ένα μεγάλο ανατριχιαστικό «κρακ» και ύστερα τα σώματά τους έπεσαν άψυχα στο έδαφος. Το σώμα της Μία τρεμούλιασε. Χωρίς να το έχει καταλάβει κρατούσε την ανάσα της.
«Κέζελθ, σου είπα ότι μπορούσα να το τακτοποιήσω μόνη μου» είπε κακομαθημένα η κοπέλα.
Εκείνη τη στιγμή μεταμορφώθηκε στην αρχική της μορφή –κατά πάσα πιθανότητα. Φορούσε πανοπλία και περικεφαλαία.
«Πάντοτε το παρατραβάς, Σύλβια» αποκρίθηκε με εκνευρισμό ο ηγέτης της σκοτεινής αυτοκρατορίας. Η κοπέλα γέλασε, αυτή τη φορά με τη δική της τσιριχτή φωνή. Έβγαλε την περικεφαλαία της και τίναξε τα ογκώδη σγουρά μαλλιά της.
«Θα τα πούμε ξανά, Λίον».
Άφησε πίσω της τον στρατηγό, του οποίου οι μύες τεντώνονταν επιθετικά και τα μάτια άστραφταν. Το σώμα του έτρεμε από την οργή. Μια φλέβα παλλόταν στο μέτωπό του, σαν ρολόι που μετρούσε αντίστροφα. Η κοπέλα που είχε δολοφονήσει πισώπλατα τον πατέρα της πλησίασε τον Κέζελθ με σταθερό και επιβλητικό βηματισμό. Η εικόνα που έβλεπε η Μία εξαφανίστηκε. Υπήρχε μόνο μαύρο. Ήταν εγκλωβισμένη στο «πουθενά» έως ότου άρχισε να ακούει ξανά τη μελωδική φωνή της Φιέρας. Πετάρισε, αντιλαμβανόμενη πως είχε επιστρέψει πίσω στη σκηνή.
«Σύλβια» μονολόγησε, ενώ μια καταστροφική φλόγα έκαιγε στα μάτια της.


Ράνια Ταλαδιανού