Η εκδίκηση της Anie Linwelin

Το σπαθί του καρφώθηκε στη φρεσκοσκαμμένη γη. Μετά έσκυψε, έτσι που η λαβή του ακούμπησε το δεξί του ώμο. Κάτω από το σεληνόφωτο η σιλουέτα του φάνταζε με τεράστιο βράχο. Πίσω του, τα σύννεφα στο χρώμα του ασημιού, παρασέρνονταν από τον μανιασμένο αέρα. Έπιασε μέσα στη χούφτα του λίγο χώμα, το έφερε στο μέτωπο κι άρχισε να κλαίει. Μετά κοίταξε μπροστά του τον μαρμάρινο σταυρό, ο μαρμαράς δεν είχε προλάβει να χαράξει το αγαπημένο όνομα. Ήξερε ότι δε θα το έβλεπε ποτέ του χαραγμένο, ότι ήταν η τελευταία φορά που θα βρισκόταν στη πόλη. Τον περίμενε ή η εξορία ή ο θάνατος. Μετά σηκώθηκε απότομα, έκανε το σημείο του σταυρού κι απομακρύνθηκε από τον τάφο. Λίγα βήματα πιο πέρα τον περίμενε ο υπηρέτης του. Μικρόσωμος και κοκαλιάρης, ίσα που κατάφερνε να συγκρατεί τα άλογα, που ήταν περισσότερο από ποτέ ανήσυχα. 

«Κύριε, δε θα μείνετε άλλο;»

«Όχι, φτάνει» είπε εκείνος με την βροντερή του φωνή. Γύρισε και κοίταξε στα αριστερά του. Ο ουρανός στο βάθος είχε γεμίσει με φωτιές. Πύρινες γλώσσες στο κόκκινο χρώμα έσκιζαν το νυχτερινό αέρα, ορθώνονταν πάνω από τις γέρικες βελανιδιές της πυκνόφυτης πλαγιάς. Τα μάτια του αντανάκλασαν το φως, τα ρουθούνια του γέμισαν με την μυρωδιά του θειαφιού. Ήξερε ότι είχε χρέος να καλπάσει ως εκεί και να τους αντιμετωπίσει. Εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για τον χαμό του αγαπημένου του δίδυμου αδελφού του, του Σιόν. Ανέβηκε αποφασισμένος στο πιστό του άτι και κίνησε προς το έξαλλο πλήθος. Ο υπηρέτης του όμως έχοντας ανέβει και εκείνος στο άλογο του τού έκοψε το δρόμο. 

«Φύγε από μπροστά μου, Υάκυνθε! Άσε με να ξεπλύνω την προσβολή που υπέστησε η οικογένεια μου!» αποκρίθηκε θυμωμένος, 

«Όχι, αγαπημένε μου αφέντη! Αν και πονάω και εγώ με τον χαμό του αδελφού σας, ξέρω ότι δεν θα ήθελε να πεθάνετε για εκείνον» απάντησε ο ξανθομάλλης άντρας με απαλό τόνο. Ο πενηντάρης ιερός πολεμιστής πήγε να πει κάτι αλλά ο Υάκυνθος κοιτάζοντας τον ίσα στα μάτια πρόσθεσε, «Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα Διηνέκη!» Στο άκουσμα των λογιών του τού φάνηκε πως η χροιά της φωνής του αγαπημένου του υπηρέτη είχε αλλάξει. Είχε γίνει πιο βαριά και επιβλητική σαν να άνηκε σε κάποιον θεό του πολέμου. Δεν ήξερε αν αυτή η περίεργη φωνή έφταιγε ή τα γαλανά μάτια του υπηρέτη του που έλαμψαν σαν χάντρες κάτω από τον ήλιο αλλά σαν υπνωτισμένος υπάκουσε και κάλπασε μακριά από τους λακέδες του τυραννικού τους άρχοντα. Όταν συνήλθε βρήκε τον εαυτό του και τον Υάκυνθο να είναι μίλια μακριά από την γενέτειρα πόλη του, την Σεβάλιε. Ανοιγόκλεισε τότε τα μάτια του δύσπιστα καθώς γνώριζε πως ακόμα και το πιο γρήγορο άλογο δεν θα μπορούσε να διανύσει όλη αυτή τη απόσταση σε τόσο λίγο χρόνο. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο νεαρός Υάκυνθος ο οποίος με την γνώριμη πλέον φωνή του αποκρίθηκε με ευλάβεια, 

«Κύριε, τα άλογα έχουν κουραστεί. Πρέπει να σταματήσουμε», 

«Ναι, ναι σωστά…» μουρμούρισε χαμένος ακόμα στις σκέψεις του, 

«Είστε καλά κύριε;» ρώτησε ο υπηρέτης του καθώς ξεπέζευε από το ολόλευκο άτι του. Μην παίρνοντας καμία απάντηση κοίταξε τον μυώδη αφέντη του ανήσυχα. Καθώς τον πλησίασε ο Διηνέκης μουρμούρισε σιγανά, 

«Ποιος είσαι;», 

«Μα ο Υάκυνθος φυσικά! Ο πιστός σας υπηρέτης» αποκρίθηκε σαστισμένος ο μικροκαμωμένος νεαρός. 

«Όχι, εννοώ ποιος πραγματικά είσαι;!» είπε καθώς και εκείνος ξεπέζευε αγνοώντας το χέρι βοηθείας που έτεινε προς το μέρος του ο υπηρέτης. Μετά από μερικά λεπτά σιγής όπου μόνο η ανάσα των αλόγων ακουγόταν ο Υάκυνθος ρίχνοντας το βλέμμα του στο χορταριασμένο έδαφος μουρμούρισε νικημένος, 

«Είμαι η προσωποποίηση του θεού Ερέμπε» Στο άκουσμα του ονόματος του πρώτου των θεών ο κύριος του έμεινε να χάσκει έκπληκτος από την αποκάλυψη. Έπρεπε να περάσουν ακόμα μερικά λεπτά, όπου ακουγόταν μόνο το θρόισμα των φύλλων των δέντρων που τα παράσερνε ο νυχτερινός αέρας για να καταφέρει να ξαναβρεί και πάλι την μιλιά του. 

«Αποκλείεται! Δεν… δεν ξέρω τι να πω…» άρχισε να λέει διστακτικά αλλά φέρνοντας στον νου του τα λόγια του Υάκυνθου τότε στο μνήμα του αδελφού του πρόσθεσε γοργά, «Έτσι εξηγείται η αλλαγή στη φωνή σου», 

«Σωστά άρχοντα μου! Εκείνος που μιλούσε εκείνην την ώρα δια μέσου μου ήταν ο θεός! Ο οποίος με έστειλε για να σε προσέχω» αποκρίθηκε απαλά ο υπηρέτης. 

«Γιατί τώρα; Γιατί διάλεξες τούτη τη ώρα για να μου πεις ποιος πραγματικά είσαι;» η βροντερή φωνή του Διηνέκη έσπαγε από παράπονο. Νιώθοντας τον πόνο του ο νεαρός συμπονετικά απάντησε, 

«Ούτε εγώ ο ίδιος δεν το ήξερα!» και πριν προλάβει ο ατιμασμένος ιππότης να πει κουβέντα πρόσθεσε, «Το έμαθα λίγες μέρες πριν δολοφονηθεί ο αδελφός σας. Ήρθε στον ύπνο μου ο θεός του πολέμου και μου το αποκάλυψε. Όπως και την αποστολή μου», 

«Η οποία είναι;» τον διέκοψε αδύναμα. Τότε η ματιά του υπηρέτη σκλήρυνε και με πάθος, κοιτάζοντας τον ευθεία στα μάτια απάντησε, 

«Να σας βοηθήσω να σκοτώσετε το τέρας που σας στέρησε τον αδελφό σας!!!», 

«Μα πως; Αφού ο Κεβριόνης είναι αθάνατος, καμιά λεπίδα δεν μπορεί να τον διαπεράσει» μουρμούρισε δύσπιστα, 

«Δεν είναι ακριβώς αθάνατος, μόνο μια λεπίδα από οπάλιο μπορεί να του αφαιρέσει την ζωή. Η λεπίδα του στιλέτου που σκότωσε τον αδελφό σας είναι φτιαγμένη από αυτό το υλικό» Όσην ώρα μίλαγε ο υπηρέτης έφτιαχνε μια χειροποίητη εστία από τα ξύλα που βρήκε πεσμένα αριστερά και δεξιά τους. 

«Η λεπίδα που σκότωσε τον αδελφό μου» μουρμούρισε σκεφτικός ο ιππότης καθώς περίμενε τον νεαρό να ανάψει φωτιά και να βάλλει περιμετρικά της πρόχειρης κατασκήνωσης τους αναμμένους πυρσούς που έδιωχναν τα άγρια θηρία. Εντωμεταξύ βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στις σκέψεις του μέχρι που του ήρθε μια ιδέα, «Αυτός που σκότωσε τον Σίον ήταν ο πιστός του υπηρέτης, ο Εφιάλτης! Άρα πρέπει με κάποιον τρόπο να του πάρουμε το στιλέτο» αποκρίθηκε με πάθος καθώς έλεγε το σχέδιο του. Ο υπηρέτης όλη εκείνη την ώρα άκουγε χαμογελώντας τον Διηνέκη. «Οπότε ας φάμε και ας ξεκουραστούμε! Αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε πολύ πρωί στην πόλη. Εκεί θα βρούμε έναν τρόπο για να μπούμε απαρατήρητοι στο αρχοντικό του» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που αντάλλαξε με τον Υάκυνθο πριν αρχίσουν να τρώνε ένα μέρος των προμηθειών που είχε προνοήσει να φέρει μαζί του ο δεύτερος. Το επόμενο πρωί τους βρήκε να καλπάζουν προς την Σεβαλιέ. Κάποια στιγμή είδαν από μερικά μέτρα μακριά τα πέτρινα τείχη της πόλης. Αφού έκρυψαν τα άλογα τους στο καταπράσινο φύλλωμα των θάμνων που φύτρωναν περήφανοι δίπλα στο κρυστάλλινο ποταμάκι πλησίασαν προσεκτικά τα τείχη από τα πλάγια. Ο Υάκυνθος τότε τον οδήγησε σε ένα συγκεκριμένο σημείο του τείχους. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι το σημαντικό είχε εκείνο το σημείο αλλά μετά συνειδητοποίησε πως η πέτρα που πίεζε ο αγαπημένος του υπηρέτης ήταν ανεπαίσθητα διαφορετική από τις υπόλοιπες. Έμοιαζε σαν πέτρα που με κάποιο μαγικό τρόπο είχε τις ιδιότητες ενός κρύσταλλου. Η πίεση της συγκεκριμένης πέτρας ενεργοποίησε έναν υπόγειο μηχανισμό που άνοιξε μια μυστική πόρτα αποκαλύπτοντας ένα σκοτεινό και υγρό τούνελ. Όταν ρώτησε τον νεαρό πως ήξερε την ύπαρξη του ο Υάκυνθος του απάντησε πως όταν ήταν μικρός ο Σιόν του το είχε μάθει ένα καλοκαιριάτικο μεσημεριανό. 

«Αυτό το πέρασμα βγαίνει κατευθείαν στον πύργο του αδελφού σας. Από εκεί θα πάρουμε άλλο ένα μυστικό πέρασμα που βγαίνει κατευθείαν στα δώματα των υπηρετών του Κεβριόνη» πρόσθεσε ο νεαρός καθώς περπατούσαν στον κρύο και ανατριχιαστικό πέτρινο διάδρομο. Γεμάτος περιέργεια ο μυώδης ιερός πολεμιστής μουρμούρισε, 

«Πως ξέρεις την ύπαρξη και του άλλου περάσματος;», 

«Όταν ενηλικιώθηκα, πριν από ένα χρόνο ο αδελφό σας χρησιμοποιώντας το πέρασμα που ανέφερα με πήγαινε σε μια γνωστή του για να με κάνει άντρα» αποκρίθηκε ο υπηρέτης καθώς βγήκαν στο μελετητήριο του τού μάγου. Το μαρμάρινο δωμάτιο ήταν γεμάτο με βιβλιοθήκες, σειρές ολόκληρες δημιουργούσαν. Στο κέντρο του όμως υπήρχε ένα ξύλινο αναγνωστήριο όπου καθόταν ο Σιόν και μελέταγε τα βιβλία ξορκιών που είχε στην κατοχή του. Καθώς προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στο δωμάτιο ο Διηνέκης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ πού κύλισε σαν μικρό ρυάκι από τα καστανά γατήσια μάτια του. Άλλωστε σε αυτό το δωμάτιο ήταν που βρήκε τον αδελφό του νεκρό. Είχε πάει να τον επισκεφτεί όπως κάθε απόγευμα με τον Υάκυνθο, που αν δεν ήξερε καλύτερα τον Σίον θα έλεγε πως ήταν ο πατέρας του πιστού του υπηρέτη. Όμως τον ήξερε όντως τόσο καλά όσο πίστευε γιατί καθώς το σκεφτόταν όλο και πιο πολύ του ερχόταν στην μνήμη η μοναδική φορά που ο Σιόν είχε φύγει από την πόλη. Τον είχε καλέσει ο μέντορας του και αρχιμάγος στο παλάτι για ένα σοβαρό ζήτημα. Μετά από δέκα χρόνια ήρθε και τους χτύπησε την πόρτα ο δεκάχρονος Υάκυνθος. Σαν τώρα ήταν που ο Σίον τον παρακάλεσε να πάρει στην δούλεψη του το αγόρι. Αυτές οι σκέψεις τον βοήθησαν να δέσει τα κομμάτια του πάζλ. Έκπληκτος από το συμπέρασμα που κατέληξε κοίταξε πιο προσεκτικά από κάθε άλλη φορά τον λεπτοκαμωμένο υπηρέτη του. Όντως έμοιαζε σε τρομακτικό βαθμό με τον Σίον όταν ήταν στην ηλικία του. Οι μόνες διαφορές που υπήρχαν ήταν το χρώμα των μαλλιών και του δέρματος του. Ο αδελφός του είχε μαύρα μαλλιά και ολόλευκο σαν το χιόνι δέρμα ενώ ο Υάκυνθος ήταν ξανθομάλλης και με μελαχρινό δέρμα. Ασυναίσθητα τότε σταμάτησε να προχωράει. Ο νεαρός καταλαβαίνοντας το τον κοίταξε με απορία, 

«Κύριε, τι συμβαίνει; Δεν αισθάνεστε καλά;» τον ρώτησε ανήσυχα, 

«Όχι καλά είμαι αλλά μόλις συνειδητοποίησα κάτι» άρχισε να λέει ο πενηντάρης ιππότης και η βροντερή του φωνή έγινε ένας ψίθυρος καθώς πρόσθεσε μουρμουρίζοντας, «Είσαι γιός του αδελφού μου», 

«Το ξέρω! Το ήξερα από την πρώτη κι όλας ημέρα που ήρθα σε αυτή τη πόλη» αποκρίθηκε απαλά χαμογελώντας θλιμμένα στην ανάμνηση εκείνης της ημέρας, που επιτέλους έμαθε ποιος ήταν ο πατέρας του. 

«Γιατί τότε δεν μου είπες κάτι; Αν μου το έλεγες θα έπαιρνες την θέση σου στην οικογένεια μας. Δεν θα ήσουν υποχρεωμένος να παριστάνεις τον υπηρέτη θα ζούσες σαν άρχοντας κοντά στον πατέρα σου» ρώτησε μπερδεμένος, 

«Ο αδελφός σας μου είπε πως δεν έπρεπε να κάνω γνωστή την ύπαρξη μου. Ήθελε να με προστατέψει από την ζήλεια που έτρεφε για τον πατέρα μου ο τυραννικός μας άρχοντας. Είχε καταλάβει πως τον είχε βάλλει στο μάτι αλλά δεν ήταν και εντελώς σίγουρος» αποκρίθηκε θλιμμένα ο νεαρός. Ο Διηνέκης όσην ώρα άκουγε τα πονεμένα λόγια του Υάκυνθου συνειδητοποίησε πως ο θεός του πολέμου είχε διαλέξει τον νεαρό υπηρ… άρχοντα για να εκδικηθεί τον χαμό του πατέρα του, που ήταν αγαπητός στους θεούς. Αυτός θα είναι που θα σκοτώσει τον Κεβριόνη! Σκέφτηκε ο μυώδης άνδρας με θαυμασμό. Λίγο ήξερε πως ο Ερέμπε προόριζε άλλον για αυτό. Όταν πέρασαν και το δεύτερο πέρασμα έφτασαν στα δώματα των υπηρετών του τέρατος. Προσεκτικά για να μην τους πάρει κάνεις είδηση πλησίασαν την ξύλινη πόρτα που θυμόταν ο Υάκυνθος πως οδηγούσε στο δωμάτιο του ευνοούμενου υπηρέτη του δαιμονικού τους άρχοντα. Ξαφνικά άκουσαν από μέσα αναστεναγμούς και βογκητά σαν να έκαναν έρωτα σκυλιά. Ο νεαρός τότε κοκκίνισε από ντροπή καθώς αναγνώρισε τις φωνές του Εφιάλτη και του Κεβριόνη. Ο Διηνέκης από την άλλην με το ζόρι κρατιόταν να μην ξεράσει. Όταν τελικά σταμάτησαν οι παθιάρικες φωνές έκανε νόημα στον ανιψιό του να μπουν μέσα. Περπατούσαν σιγανά χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο χάρις στο τεράστιο πορφυρό χαλί που κάλυπτε όλο το ξύλινο πάτωμα. Ρίχνοντας κάποιος μια γρήγορη ματιά θα έβλεπε πως το δωμάτιο του Εφιάλτη δεν ταίριαζε σε υπηρέτη αλλά σε άρχοντα καθώς όλα εκεί μέσα από τις πανάκριβες ταπετσαρίες που διακοσμούσαν τους τοίχους μέχρι και τον διαμαντένιο πολυέλαιο που κρεμόταν σταθερά στο ταβάνι μαρτυρούσαν πόσο σημαντικός ήταν για τον Κεβριόνη. Είχαν ψάξει σπιθαμή προς σπιθαμή όλο το δωμάτιο χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που ο Υάκυνθος ψάχνοντας στο ντιβάνι που υπήρχε δίπλα στο υπέρδιπλο κρεβάτι με ουρανό προς την μεριά του κοκκινομάλλη υπηρέτη το βρήκε να είναι κρυμμένο κάτω από το πουπουλένιο μαξιλάρι του. Χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο άρχισε να το τραβάει προσεκτικά. Για κακή του τύχη όμως ο Εφιάλτης ξύπνησε αμέσως βγάζοντας ένα επιφώνημα έκπληξης. Στο άκουσμα της τρομαγμένης φωνής του υπηρέτη του ο Κεβριόνης άνοιξε και εκείνος κόκκινα αιλουροειδή μάτια του. Αντικρίζοντας τον Διηνέκη που κρατούσε σε ετοιμότητα την λαβή του πιστού του ξίφους ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, 

«Μπα! Αποφάσισες από ιππότης να γίνεις προαγωγός ή η τελευταία σου επιθυμία ήταν να με μπανήσεις γυμνό;» η απόκοσμη φωνή του γέμισε το δωμάτιο. 

«Όχι τέρας! Ήρθαμε για να εκδικηθούμε για τον θάνατο του Σιόν» απάντησε κόκκινος από θυμό με την βροντερή φωνή του που έκανε και τους πιο σκληρούς άντρες να γίνονται αρνάκια μπροστά του. 

«Αα! Εδώ κάνεις λάθος. Είμαι αθώος, δεν τον σκότωσα εγώ. Ο υπηρέτης μου λειτούργησε χωρίς την άδεια μου» μουρμούρισε χαιρέκακα ο δαίμονας καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Όσην ώρα μιλούσε δεν είχε πάρει στιγμή τα κατακόκκινα εξωπραγματικά μάτια του από τον Διηνέκη. 

«Τι;! Μα εσύ με έβαλες. Για χάρη σου έγινα δολοφόνος» αποκρίθηκε έκπληκτος ο Εφιάλτης. 

«Σκασμός!!!» βροντοφώναξε ο άρχοντας και ευθύς χαστούκισε με δύναμη τον υπηρέτη του. Τα πράσινα μάτια του τότε δάκρυσαν από τον πόνο καθώς χωρίς να μπορεί να πιστέψει τι συνέβη κράτησε το δεξί του μάγουλο που έγινε κατακόκκινο από το χτύπημα. 

«Σου συμπεριφέρεται έτσι και εσύ συνεχίζεις να είσαι με το μέρος του;» τον ρώτησε ο Υάκυνθος καθώς πήγαινε να σταθεί δίπλα στον θείο του για να πολεμήσουν το τέρας. Η μάχη ήταν σκληρή, πανάκριβα βάζα και καθρέφτες έσπαγαν, σπάνια χειρόγραφα σκίζονταν όμως κανείς από τους τρεις τους δεν σταμάταγε. Πολεμούσαν μέχρι που το σπαθί του Διηνέκη έσπασε στα δύο και τα τελευταία στιλέτα που είχε ο Υάκυνθος έλιωσαν στον αέρα. Κάτι αόρατο τότε τους έριξε με δύναμη στο χαλί. Αδύναμοι και κουρασμένοι πλέον οι δυο τους περίμεναν το τελικό χτύπημα του Κεβριόνη. Εκείνος τότε άρχισε να γελάει σαν τρελός καθώς ετοιμαζόταν να κατεβάσει στα κεφάλια τους την μαγική του ρομφαία. Ξαφνικά ένα στιλέτο τον διαπέρασε από την ραχοκοκαλιά του μέχρι την καρδιά και καρφώθηκε με ορμή στον απέναντι τοίχο καταστρέφοντας την ταπετσαρία- πορτρέτο του δαιμονικού άρχοντα. Η ρομφαία έπεσε από τα χέρια του τα οποία ενστικτωδώς κάλυψαν την τρύπα που δημιούργησε το στιλέτο. Έκπληκτος γύρισε και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον υπηρέτη και εραστή του, 

«Γιατί;» ρώτησε με παράπονο, 

«Επειδή με εκμεταλλεύτηκες!» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν βγει από το ματωμένο στόμα του ένας επιθανάτιος ρόγχος και σαν πάνινη κούκλα καταρρεύσει στο πορφυρό χαλί που από το αίμα του έγινε ακόμα πιο κόκκινο. Έτσι πέθανε ο γιός του δαίμονα Ακάμα, με το ίδιο στιλέτο που διαποτίστηκε με το αίμα του μάγου Σιόν από το χέρι του εραστή και υπηρέτη του. Από εκείνη την ημέρα οι βάρδοι όλης της οικουμένης θα τραγουδούσαν τον θρύλο τριών ηρώων καθώς κανένας θνητός δεν είχε ακουστεί πριν πως μπόρεσε να σκοτώσει έναν άνδρα που είχε δαιμονικό αίμα.



Anie Linwelin