Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 4)


ΣΟΝΤΕΡΝ

    Η ΆΙΣΛΙΝ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΑΚΡΙΑ και κράτησε τα μάτια της κλειστά. Θυμήθηκε πώς ήταν όταν τον είχε δει δεμένο στη μέση του στρατοπέδου. Είχε αισθανθεί τόσο ζαλισμένη. Την ίδια στιγμή ήθελε να τον βοηθήσει να αποδράσει και να τον αφήσει εκεί να υποφέρει. Τα χείλη του έσταζαν αίμα και είχε αρκετές γρατζουνιές στο πρόσωπό του. Μερικοί μώλωπες σε μωβ και σκούρες καφέ αποχρώσεις παραμόρφωναν τα χαρακτηριστικά του. Αλλά εκείνη βρισκόταν διχασμένη μέσα στο κεφάλι της για άλλη μια φορά. Οι δύο εαυτοί της ψιθύριζαν στο μυαλό της αντικρουόμενες απόψεις. Κι εκείνη ζαλιζόταν.

    Σε άφησε να υποφέρεις στα χέρια του κυνηγού. Της θύμιζε η υστερική φωνή. Πονάει Άισλιν. Της ψιθύριζε η άλλη. Η αλήθεια ήταν πως το μαύρο του πουκάμισο ήταν μουσκεμένο με αίματα. Πήρε μια βαθειά ανάσα για να διώξει την εικόνα του από το μυαλό της. Όπως και τότε, έτσι και τώρα δεν κατάφερνε να του μιλήσει. Είχε τραπεί γρήγορα σε φυγή αφήνοντας τα μάτια του να την παρακολουθήσουν να χάνεται. Απλώς δεν μπορούσε να διώξει την οργή που πλημμύριζε την καρδιά της. Ήθελε να την είχε εμπιστευτεί. Έπρεπε να την είχε αφήσει ήσυχη. Έπρεπε. Έκλεισε τα μάτια της και η θέρμη των χειλιών του επέστρεψε σαν ζεστή ανάμνηση. Όμως δεν μπορούσε να αφήσει τα αισθήματά της να την ελέγξουν. Δεν μπορούσε να ξεχάσει πως όσα είχε περάσει τις περασμένες εβδομάδες ήταν δικό του φταίξιμο. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και άφησε το σώμα της να καταρρεύσει κουρασμένα.

    Τους είχε μεταφέρει σε μια ανάμνησή της από το Σόντερν. Όσο βρίσκονταν μέσα στις σκέψεις της κανείς δεν μπορούσε να τους ακούσει. Κανένας εκτός από εκείνη. Ολόκληρη η πόλη ήταν πνιγμένη από μια παχιά στρώση χιονιού. Το λευκό πέπλο  την έκανε να μοιάζει ξεχασμένη. Όμως τα μαρμάρινα σπίτια έλαμπαν σαν μνημεία κάτω από το λευκό φως της Σελήνης. Ο άνεμος βούιζε καθώς ταξίδευε στους έρημους δρόμους. Ο ουρανός ήταν μαύρος και το Σόντερν ολόλευκο. Ήταν η πιο μεγάλη αντίθεση που θα μπορούσε να δει κανείς, και η πιο μαγική.

«Κίτζι.» Είπε με μικρή φωνή η Φιέρα.

    Ένας ήχος τριψίματος τράβηξε τη προσοχή της Άισλιν. Γύρισε το κεφάλι της και προσπάθησε να κρυφοκοιτάξει. Ο Κίλιαν και την αγκάλιαζε σαν να ήταν άψυχη. Τα μάτια του ήταν χαμένα στην άβυσσο του μυαλού του. Την κρατούσε σφιχτά σαν να φοβόταν πως θα τη χάσει ξανά. Δεν τον είχε ξαναδεί τόσο ευάλωτο. Σχεδόν ξεχνούσε όσα είχε περάσει. Γύρισε ξανά το κεφάλι της και κρύφτηκε. Ακούμπησε τη πλάτη της με δύναμη στον κορμό και μόρφασε από τον πόνο. Σχεδόν, σκέφτηκε ενώ έσφιγγε τα δόντια της.

«Φιέρα πως;» Η ερώτησή του δεν ήταν πολύ συγκεκριμένη όμως και η Άισλιν και το παιδί ήξεραν τι εννοούσε: πώς δεν ήταν νεκρή; Το παιδί δεν απάντησε και ο άντρας αναστέναξε. «Θα μου πεις τι συνέβη εκείνη τη νύχτα;» Η Άισλιν θυμήθηκε πώς ο άντρας την είχε σκοτώσει. Εκείνος ο άντρας με τα γουρλωτά μάτια.

«Δεν σου το είχα πει Κίτζι, αλλά είχα έναν φίλο.» Η φωνή της έσπασε στη λέξη ‘φίλο’. «Έπαιζε μαζί μου.» Η φωνή της πρόδιδε πως έκλαιγε τώρα. «Αλλά εκείνο το βράδυ ήταν περίεργα. Τα κουκλάκια μου έλεγαν κακά πράγματα για εσένα και τον θείο Κέζελθ.» Το παιδί έκανε μια παύση για να ανασάνει και συνέχισε. «Κίτζι εγώ το έκανα. Εγώ τα σκότωσα.» Ο Κίλιαν αναστέναξε. «Μετά ήρθε εκείνος.» Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Της ήταν δύσκολο να βουτήξει βαθιά μέσα στις αναμνήσεις της. Ήταν αναμενόμενο. «Είπε πως θα παίζαμε ένα παιχνίδι. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο ότι έχασα τις αισθήσεις μου, ή ότι πέθανα.» Έκλαψε δυνατά και ύστερα ησύχασε από μόνη της. «Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν σε μια πόλη που ονομάζεται Ίορντεθ.» Ο απειλητικός ήχος που βγήκε από τον λαιμό του Κίλιαν αποκάλυπτε πως γνώριζε εκείνο το μέρος. «Ήταν πάντοτε νύχτα. Αλλά δεν είχε αστέρια.»

«Ξέρω.» Της είπε ο Κίλιαν για να την σταματήσει. Δεν χρειαζόταν να υποφέρει άλλο. Είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.

«Σε σκότωσε και σε επανέφερε με μαύρη μαγεία Φιέρα.» Το παιδί έκλαψε δυνατά και ξεκίνησε να ξύνει το χιόνι.

«Συγνώμη, συγνώμη.» Είπε ενώ δάκρυα έσταζαν από τα μάτια της. Ο Κίλιαν κράτησε τους καρπούς της και τους έφερε στο στέρνο του.

«Σσς. Δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Θα σε κάνω καλά στο υπόσχομαι.» Η Άισλιν αναρίγησε γνωρίζοντας πως ο Κίλιαν σκεφτόταν το ίδιο με εκείνη.

    Ήθελε να την επαναφέρει η Άισλιν, με λευκή μαγεία. Ήταν απλό, ή έτσι φαινόταν. Αρκεί να κατάφερνε η κοπέλα να επαναλάβει την μόνη λευκή μαγεία που είχε ασκήσει σε όλη της τη ζωή. Η μαγεία που είχε πηγάσει από μέσα της και είχε φέρει τη Μία πίσω στη ζωή χρειαζόταν ξανά. Ακόμη κι αν η Φιέρα ανέπνεε και μιλούσε, δεν ήταν πλήρως ζωντανή. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν μεγάλωνε. Είχε παραμείνει εγκλωβισμένη μέσα στο σκοτάδι της μαύρης μαγείας. Εκείνο την τροφοδοτούσε με κάτι που έμοιαζε με ζωή. Όμως αν η Άισλιν κατάφερνε να την σώσει, θα την απέκοβε από τον κόσμο των σκιών. Θα την έφερνε στην ζωή όπως είχε κάνει με τη Μία. Θα μπορούσε να μεγαλώσει κανονικά. Η Άισλιν χαμογέλασε. Έτσι θα την απελευθέρωνε από τον σκοτεινό μάγο με τα γουρλωμένα μάτια.

    Η κοπέλα έκανε ένα δειλό βήμα και έπαψε να κρύβεται πίσω από τον κορμό. Τα μάτια του Κίλιαν ταξίδεψαν στο πληγωμένο της κορμί. Η ματιά του έγινε σκληρή και όλο του το σώμα μαρμάρωσε. Η Φιέρα κοίταξε μια εκείνον και μια την Άισλιν. Αντιλαμβανόταν την ένταση που κεραυνοβολούσε ανάμεσά τους. Η κοπέλα στραβοκατάπιε και αισθάνθηκε πως η καρδιά της ξεκίνησε να παλεύει να πάει κοντά του. Σπαρταρούσε σαν να ήθελε να τρέξει προς το μέρος του. Μα οι σκέψεις της δεν συμφωνούσαν. Στο μυαλό της υπήρχε μια μόνο λέξη, προδοσία. Την είχε κρατήσει αιχμάλωτη τόσο καιρό. Την στιγμή που ήταν έτοιμη να πετάξει της έδεσε τα φτερά. Μα και πάλι το σώμα της αντιδρούσε με εκείνον όπως ένα λουλούδι κάνει όταν το φωτίζει ο ήλιος. Αναστέναξε θυμωμένα.

«Ο Αντρέ;» Οι κόρες των ματιών του είχαν στενέψει και τα ζυγωματικά του ήταν σφιγμένα.

«Αφού εσύ ήσουν πίσω από όλο αυτό.» Του είπε η Άισλιν δείχνοντας τους τραυματισμένους καρπούς της. Ο Κίλιαν κοίταξε τα μάτια της με τόση ένταση που την ανάγκασε να στρέψει τη ματιά της μακριά.

«Δεν ήθελα αυτό.» Της είπε κουρασμένα. «Βασικά δεν έχει σημασία. Έχεις δίκιο έκανα ότι ήθελα. Σε κράτησα μακριά από όλο αυτό.» Ξεκίνησε να την πλησιάζει με βλέμμα σκοτεινό και οργισμένο. Έπιασε τον καρπό της κι εκείνη μόρφασε από τον πόνο. «Γιατί ήρθες εδώ Άισλιν;» Εκείνη τράβηξε με δύναμη το χέρι της μακριά του, ακόμη κι αν την πόνεσε περισσότερο.

«Για να κάνω αυτό που δεν θέλεις.» Οι λέξεις της ήταν ποτισμένες με την οργή που ένιωθε. Τα φρύδια του Κίλιαν υψώθηκαν στον αέρα με ενδιαφέρον. Τα χείλη του σχημάτισαν μισό χαμόγελο. Για μια στιγμή η Άισλιν ξέχασε πόσο εξοργισμένη ήταν μαζί του. Εκείνη τη στιγμή που την γοήτευσαν τα χείλη του και τα μάτια του έλαμψαν.

«Το οποίο είναι;» Την προέτρεψε να του αποκαλύψει το σχέδιό της.

«Να σκοτώσω ένα συγκεκριμένο άτομο.» Του απάντησε δυναμικά. Εκείνος γέλασε δυνατά και τα υγρά του στομαχιού της αναδεύτηκαν οργισμένα.

«Τον Κέζελθ;» Ρώτησε γελώντας ακόμη. Αμέσως μετά σοβάρεψε και τράβηξε το πιγούνι της μέχρι να συναντηθούν οι ματιές τους. Αυτό άργισε να συμβεί κι έτσι τα χείλη τους κατέληξαν σχεδόν να αγγίζουν μεταξύ τους. Η Άισλιν αισθάνθηκε την επιθυμία τόσο να τον φιλήσει, όσο και να τον χτυπήσει για τη χλευαστική του αντίδραση. «Δεν ήξερα καν ότι σκεφτόσουν να κάνεις κάτι τέτοιο.» Της χαμογέλασε παιχνιδιάρικα κι εκείνη έφυγε μακριά του.

«Δεν με απασχολεί ο λόγος που φρόντισες ένας κυνηγός να με απαγάγει.» Του είπε με φωνή φορτισμένη συναισθηματικά. Τα μάτια του μαλάκωσαν για μια στιγμή όμως μετά το ψυχρό προσωπείο του επέστρεψε.

«Είναι ο καλύτερός μου φίλος.» Ο Κίλιαν κοίταξε μακριά της ταξιδεύοντας μέσα στις αναμνήσεις του με τον Αντρέ. «Και ήταν ο μόνος που θα σε κρατούσε ασφαλή από οποιονδήποτε.» Της εξήγησε κι εκείνη μόρφασε εκνευρισμένη.

«Εκτός από τον εαυτό του.» Τα λόγια της ήταν εύστοχα και ο Κίλιαν επέλεξε την σιωπή σαν απάντησή του. Κοίταξε τη Φιέρα που είχε καθίσει και έπαιζε με το χιόνι. Η πλάτη της κρυβόταν από τα ζεστά σοκολατένια της μαλλιά.

«Φιέρα η Άισλιν θα σε βοηθήσει.» Της είπε και εκείνη σηκώθηκε. Το μπεζ φόρεμα που φορούσε είχε γίνει μούσκεμα από το χιόνι που έλιωνε πάνω της. Πλησίασε τον Κίλιαν και τράβηξε το χέρι του κοντά της. Εκείνος έσκυψε για να την κοιτάξει και είδε έκπληκτος πως ήταν θυμωμένη.

«Κίτζι.» Του είπε αυστηρά. Εκείνος την περιεργάστηκε μπερδεμένος. «Γιάτρεψέ την, πονάει.» Τα μάτια του φωτίστηκαν και της χαμογέλασε πρόθυμα.

«Φυσικά αν με αφήσει.» Της είπε κλείνοντάς της το μάτι.

    Η Άισλιν μόρφασε δυσαρεστημένη. Θα αρνούταν σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως όταν το ζητούσε η Φιέρα.. Άφησε τον Κίλιαν να αγγίξει κάθε μελανιασμένο σημείο του σώματός της και να το μετατρέψει σε φωτεινό δέρμα. Δεν θα παραδεχόταν ποτέ πόσο ζεστό ήταν το άγγιγμά του, ή πως την έκαιγε όταν σταματούσε. Τελικά το σώμα της είχε μια μόνο απόχρωση και αυτή δεν ήταν μωβ. Χαμογέλασε στη Φιέρα, αρνούμενη να δώσει τη παραμικρή προσοχή στον άντρα. Έσκυψε προς το μέρος της και εκείνη όρμησε στην αγκαλιά της.

«Αύριο θα έρθεις στη σκηνή μου για να σε κάνω καλά.» Της είπε χαρωπά. «Το υπόσχεσαι;» Η Φιέρα την κοίταξε με τρομαγμένα μάτια όμως κατένευσε. «Αύριο θα είσαι ένα φυσιολογικό παιδί, στο υπόσχομαι.» Την διαβεβαίωσε και η Φιέρα δάκρυσε.




Ράνια Ταλαδιανού