Summer Solstice (Κεφάλαιο 10)

ΣΕΛΕΣΤ

Στέκομαι στην πόρτα κάτω από τη σκάλα και κοιτάζω το άδειο γραφείο του πατέρα μου, δίχως να ξέρω, για ποιο λόγο. Δεν υπάρχει κανείς εδώ και εκείνος δε θα ξαναγυρίσει, για να δουλέψει ή για να με σφίξει στην αγκαλιά του. Νιώθω τόσο κουρασμένη μετά απ’ αυτά, που συνέβησαν στην κηδεία. Οι τόσες χειραψίες και τα λόγια λύπης διέλυσαν την προσωρινή ηρεμία μου. Τελικά αποφασίζω, να μπω μέσα στο γραφείο και ο Σιρκάν κλείνει ήσυχα την πόρτα πίσω του. Κάνω τον κύκλο στο μικρό δωμάτιο και κάθομαι στην δερμάτινη πολυθρόνα του πατέρα μου. Υπάρχει ένα κενό μέσα μου, που κατατρώει την ψυχή μου. Μαζεύω τα γόνατά μου ως το στήθος μου και χαμηλώνω βλέφαρά μου.

Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί πήραν την χαρούμενη ζωή από μέσα του; Γιατί κάποιος να μπει στον κόπο, να τον βλάψει; Η οικογένειά μου ποτέ δεν έκανε κακό σε κανέναν. Δεν είχαμε πολιτικά συμφέροντα, δεν επιθυμούσαμε τίποτα παραπάνω, απ’ όσα ήδη είχαμε. Ο λαός μας είναι ευχαριστημένος και μας εμπιστεύεται. Δεν μπορώ, να χωνέψω, ότι η ζήλια κάποιων ανθρώπων οδήγησε τον πατέρα μου στον θάνατό του. Τι θα απογίνει η μητέρα μου τώρα; Λυπάμαι τη μέρα, που θα της αποκαλύψω, τι έχει γίνει, όμως γι’ αυτό θα πρέπει, να βελτιωθεί η κατάστασή της. Με τρομάζει το γεγονός, ότι δεν βρίσκομαι κοντά της.

«Σελέστ… μήπως, να γυρίσουμε στα διαμερίσματά σου; Χρειάζεσαι ξεκούραση». Μουρμουρίζει ανήσυχος ο Σιρκάν. Δε του δίνω σημασία. «Σελέστ μην κάνεις σαν παιδί, σε παρακαλώ».

«Δε θέλω, να γυρίσω στο δωμάτιό μου. Νιώθω, πως αν πάω εκεί… ο χρόνος θα αρχίσει, να μετράει αντίστροφα για μένα. Δεν είμαι καθόλου έτοιμη αυτή τη στιγμή, να αφήσω το σπίτι μου και το Κρέομορ».

Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ ανέφερε το θέμα του γάμου μας, αλλά πράγματι το εννοεί; Ξαναφέρνω στο μυαλό μου την συνάντησή μας στη Μπουργκότζια και έπειτα την επίσκεψή του στο Κρέομορ. Οι κουβέντες που ανταλλάξαμε, ήταν οι τυπικές και τις περισσότερες φορές με επέκρινε για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου. Οι γονείς μου τον είχαν πρώτο στη λίστα τους με τους υποψήφιους μνηστήρες, όμως τους ζήτησα τόσες φορές, να μην τον εμπιστεύονται. Γενικά δε με ένοιαζε η συμπεριφορά του απέναντί μου, όμως τα όσα είπε στον αδερφό του για την οικογένειά μου, μου ράγισαν την καρδιά. Έσπασαν την ψυχή μου και την εμπιστοσύνη μου σε χίλια κομμάτια. Δε θέλω, να παντρευτώ αυτόν τον άντρα. Τον φοβάμαι, δεν ξέρω, αν θα ενδιαφερθεί για τον λαό μου ή τι θα κάνει σε μένα.

«Τι θα μου συμβεί από δω και πέρα Σιρκάν;» ρωτάω δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη μου. «Τι θα συμβεί στο Κρέομορ, όταν εγώ φύγω; Και η μητέρα μου; Ο Μπράιντεν δε θα την προσέχει για πάντα. Ήδη νιώθω άσχημα, που του την φόρτωσα».

«Θα παντρευτείς, αυτό θα γίνει. Η Μπουργκότζια θα ορίσει νέο περιφερειάρχη στο Κρέομορ και η μητέρα σου θα μείνει σε αυτό το όμορφο σπίτι, όταν συνέλθει και καταφέρει, να ταξιδέψει. Έτσι και αλλιώς το Ρίβερντεϊλ ανήκει στην οικογένειά σου για γενιές. Κανείς δε θα το πάρει». Λέει ήρεμα, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Όσο για μένα… το ξέρεις, ότι θα σε ακολουθήσω στην άλλη άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί».

«Αλήθεια θα το έκανες αυτό για μένα;» χαμογελάω παιχνιδιάρικα. Εκπλήσσεται. «Ο θάνατος του πατέρα μου θα με πληγώνει για πολύ καιρό, όμως δεν πρόκειται, να πάψω, να χαμογελάω. Θα χρειαστώ λίγο χρόνο βέβαια, για να προσαρμοστώ».

«Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ θα δείξει κατανόηση». Σχολιάζει κάπως θυμωμένος. Το χαμόγελό μου παγώνει και γυρίζουμε και οι δυο στη ζοφερότητά μας.

Η πόρτα ανοίγει απότομα και μέσα δύο μπαίνουν δύο άντρες. Τριγυρίζουν στο σπίτι σαν, να τους ανήκει και ήταν μαζί με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, όταν μου αποκάλυψε τα δυσάρεστα νέα για τον γάμο μας. Από προχθές με παρακολουθούν, σαν αν είμαι ο πολυτιμότερος θησαυρός τους και δεν μου επιτρέπεται, να κάνω τίποτα. Ειδικά μετά την διαταγή του πρίγκιπα. Είμαι φυλακισμένη στο ίδιο μου το σπίτι και από αύριο θα είμαι φυλακισμένη στο πλοίο του. Γιατί συμβαίνει σε μένα αυτό; Γιατί μου το κάνει αυτό; Δεν έχω τίποτα, να του προσφέρω.

«Δεσποινίς Κίλμπορν…» λέει εκνευρισμένος ο άντρας, που μπαίνει πρώτος. «Θα σας κυνηγάμε στο ίδιο σας το σπίτι;»

«Ορίστε;» τινάζομαι απότομα όρθια κάνοντας τα πονεμένα πλευρά μου, να σκούξουν ενοχλημένα. «Ποια νομίζετε, ότι είμαι και δεν επιτρέπεται, να κυκλοφορώ στο ίδιο μου το σπίτι;»

Ο άντρας που μίλησε πρώτος έχει ίσια, μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Τα ρούχα του είναι αρχοντικά, σαν του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Φοράει μπλε παλτό και λευκό παντελόνι, ενώ περασμένο στη ζώνη του έχει ένα ξίφος στολισμένο με ρουμπίνια. Δεν είναι κανένας απλός στρατιώτης, που ακολουθεί εντολές. Τι μπορεί, να κερδίσει από τον πρίγκιπα, με το να με προστατεύει;

«Δούκα Χάμελιν δεν είναι τρόπος αυτός, για να μιλάτε στη δεσποινίδα Κίλμπορν». Απαντάει με ένα πλατύ χαμόγελο ο άλλος άντρας. «Επιτρέψτε μου, να σας συστηθώ. Είμαι ο κόμης Φόστερ Πρίτσαρντ και βρίσκομαι στις υπηρεσίες σας όμορφή μου κυρία». Υποκλίνεται προς το μέρος μου και παίρνοντας το χέρι μου, φιλάει το πάνω μέρος της παλάμης μου.

Ο Κόμης Φόστερ δεν είναι αυτό, που κάποιος θα σκεφτόταν με τον τίτλο του. Φοράει μαύρο, δερμάτινο σακάκι και από κάτω ένα λεπτό πουκάμισο χωρίς φουλάρι. Τα πρώτα κουμπιά είναι ξεκούμπωτα αποκαλύπτοντας το φαρδύ του στέρνο. Το πουκάμισο είναι χωμένο μέσα στο επίσης δερμάτινο παντελόνι του, το οποίο το στολίζει μια υφασμάτινη ζώνη. Οι μπότες του είναι το μόνο καφέ αντικείμενο στο σύνολό του και είναι φτιαγμένες από δέρμα ρινόκερου. Αλλά παρά την περίεργη και άπρεπη για τον τίτλο του αμφίεσή του, μπορώ, να πω, πως είναι γοητευτικός. Ίσως και πολύ όμορφος. Έχει καστανόξανθα μαλλιά και γλυκά καστανά μάτια, που γεμίζουν ζεστασιά την καρδιά μου.

«Δεσποινίς Κίλμπορν με όλο τον σεβασμό… προχθές κάποιος προσπάθησε, να σας στραγγαλίσει και σας τραυμάτισε. Όχι πολύ σοβαρά, όμως ας μην είμαστε απερίσκεπτοι, εντάξει; Σας παρακαλώ, γυρίστε στα διαμερίσματά σας. Οι καμαριέρες θα σας βοηθήσουν με τα προσωπικά σας αντικείμενα και εσείς θα ξεκουραστείτε για το αυριανό σας ταξίδι».

Το βλέμμα του είναι ήρεμο και έχει έναν ιδιαίτερο, ανεξήγητο τρόπο, που με κάνει, να λυγίσω. Νεύω συγκαταβατικά και σηκώνομαι. Ο δούκας Χάμελιν με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει έξω από το γραφείο, σαν να είμαι καμία κρατούμενη. Με οδηγεί στο δωμάτιό μου, λες και δεν ξέρω τον δρόμο από μόνη μου. Με σπρώχνει βίαια μέσα και κλείνει την πόρτα κλειδώνοντάς με. Ακούω τον Σιρκάν, να κάνει φασαρία απ’ έξω, επειδή δεν τον αφήνουν, να μπει και γλιστράω στο πάτωμα αναπνέοντας βαριά. Τι σκοπό έχουν ακριβώς; Σωματοφύλακάς μου είναι, έχει κάθε δικαίωμα, να με προστατεύει, όσο βρίσκεται σε υπηρεσία. Τι ακριβώς φοβάται ο πρίγκιπας Γκασπάρντ και δεν τον αφήνει μαζί μου; Ότι θα κοιμηθώ μαζί του και θα χαραμίσω την πρώτη μου φορά με κάποιον άλλο εκτός από εκείνον ή θα συνωμοτήσω κάτι εναντίον του;

Επιστρέφω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνω μην έχοντας τίποτα άλλο, να κάνω. Οι άντρες του Γκασπάρντ δε θα με αφήσουν, να ξαναβγώ ως το επόμενο πρωί, που θα με οδηγήσουν στο Τίβερτον. Νιώθω απελπισμένη με την τροπή, που πήραν τα πράγματα στη ζωή μου. Σηκώνω τα μάτια μου ως το ταβάνι και δάκρυα κυλούν από τις γωνίες τους. Η πόρτα ανοίγει με έναν αμυδρό ήχο και τινάζομαι με την ελπίδα, πως ο Σιρκάν τους έπεισε, να μείνει μαζί μου, όμως… η φιγούρα ανήκει σε μια μεσήλικη γυναίκα. Ήταν η νταντά μου για πολύ καιρό. Συνταξιοδοτήθηκε, οπότε τι κάνει εδώ;

Φοράει χοντρό παλτό, το οποίο έχει πολλούς μικρούς λεκέδες πάνω του από τις αμέτρητες σταγόνες της βροχής. Το βγάζει και το αφήνει στην πλάτη μιας καρέκλας αποκαλύπτοντας από κάτω ένα απλό, αυστηρό, πράσινο φόρεμα με ψηλό γιακά και φαρδιά μανίκια. Την λεπτή μέση της την σφίγγει μια κόκκινη ζώνη με διακοσμητικά λουλούδια, που ταιριάζουν με το κόκκινο καπέλο της. Κάτω από το βέλο δυο γκρίζα μάτια, με παρατηρούν εξεταστικά.

«Καλή μου τι νομίζεις, ότι κάνεις; Δε θα ετοιμάσεις τα πράγματά σου;» με ρωτάει σταυρώνοντας επικριτικά τα χέρια της κάτω από το πλούσιο στήθος της.

«Όχι!» αποκρίνομαι κακόκεφα και πέφτω πίσω στα μαξιλάρια κρύβοντας τον εαυτό μου κάτω από τα σκεπάσματα. «Δεν μαζεύω τίποτα, γιατί δεν πρόκειται, να φύγω. Δε θα παντρευτώ εκείνον τον πρίγκιπα».

«Σελέστ Κίλμπορν τι νομίζεις, πως λες; Αυτοί οι άντρες δεν φαίνονται πρόθυμοι, να σε ρωτήσουν. Πόσο μάλλον ο πρίγκιπας από το Στάρενιθ. Δήλωσε, ότι θα σε κάνει γυναίκα του με ή χωρίς τη θέλησή σου». Με μαλώνει. «Λογικέψου, πριν το κάνει ο πρίγκιπας με έναν τρόπο, που δε θα σ’ αρέσει καθόλου. Επίσης είσαι όμορφη γυναίκα. Θα μπορούσες, να πετύχεις πολλά με την γοητεία σου και το κύρος του. Φέρσου έξυπνα λοιπόν και εκμεταλλεύσου την κατάσταση, στην οποία πρόκειται, να βρεθείς».

Ανοησίες. Η κουβέντα μας τελειώνει εδώ και εκείνη μουρμουρίζοντας εκνευρισμένη ανοίγει την ντουλάπα μου και αρχίζει, να την αδειάζει πετώντας τα φορέματά μου σε μια άδεια βαλίτσα. Κάποια στιγμή ο ύπνος με βρίσκει γλυκός και με στέλνει σε έναν κόσμο γεμάτο ταραγμένα όνειρα. Κάθε τόσο την ακούω, να μετακινείται στο δωμάτιο, όμως μόνο μέχρι, να χάσω και πάλι την συνείδησή μου.

Όταν ξυπνάω, με έκπληξη παρατηρώ, πως ο ήλιος έχει δύσει και ο ουρανός είναι μαύρος σαν πίσσα. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου και κοιτάζω τριγύρω. Πόσες ώρες έχασα με τον ύπνο, και πόσες μου απομένουν, για να με πάρει ο πρίγκιπας Γκασπάρντ. Μια σκιά κινείται απειλητικά δίπλα μου τρομάζοντάς με και μόλις πάω, να φωνάξω απλώνει το χέρι της και μου κλείνει το στόμα.

«Σσς… εγώ είμαι». Λέει ο Σιρκάν κατεβάζοντας την κουκούλα του. «Επιτέλους ξύπνησες».

«Τι κάνεις εδώ μέσα; Πως μπήκες και για ποιο λόγο ντύθηκες σαν δολοφόνος;» ψιθυρίζω μην έχοντας ιδέα, τι συμβαίνει. «Οι άντρες του Γκασπάρντ ξέρουν…»

«Όχι και δεν θα το μάθουν. Νομίζουν, ότι κοιμάσαι. Σε έλεγξαν μερικές φορές, πριν το πάρουν απόφαση. Υπάρχουν μυστικά περάσματα σε όλο το σπίτι. Πως νομίζεις, ότι ξέρω κάθε φορά, που είσαι;» σαρκάζει πειράζοντάς με. Δηλαδή πάντα με παρακολουθεί; Αυτό είναι απαράδεκτο. «Ήρθα, να σε πάρω. Θα το σκάσουμε».

«Τι! Και πως θα γίνει αυτό; Προφανώς ο Γκασπάρντ δεν έχει στείλει μόνο αυτούς τους δύο έξω από την πόρτα μου. Και πες, ότι φεύγουμε, που θα πάμε; Βρισκόμαστε σε νησί και πλοίο δεν έχουμε. Είναι θέμα χρόνο, να κάνουν φύλλο και φτερό την πόλη, όταν ανακαλύψουν την απόδρασή μου». Το σχέδιό του δεν έχει λογική. Θα μας πιάσουν έτσι και αλλιώς, οπότε δεν έχει σημασία θεωρώ. «Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι έξυπνος και πάντα παίρνει αυτό, που θέλει. Δεν…»

«Απλά χρειαζόμαστε βοήθεια. Μην απογοητεύεσαι Σελέστ». Με χτυπάει καθησυχαστικά στον ώμο. «Σίγουρα και οι δύο συμφωνούμε, ότι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν σε παντρεύεται για τα πλούτη και την ομορφιά σου, οπότε υποθέτω, πως θέλει την Κρήνη του Σύμπαντος. Τουλάχιστον μόνο αυτό βγάζει νόημα. Τώρα θα πρέπει μόνο, να βρούμε το κατάλληλο άτομο, για να μας βοηθήσει και να μας πάει στο Νησί των Θαυμάτων».

«Τς». Σφυρίζω αποδοκιμαστικά. Τι νομίζει ο Σιρκάν; «Βρισκόμαστε στο έλεος του Στάρενιθ, μιας χώρας, που θεωρείται η πιο δυνατή στον κόσμο. Δεν υπάρχουν τόσοι τρελοί στη διάθεσή μας, για να τολμήσουν, να τα βάλουν με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Βασικά δεν υπάρχει κανένας στη διάθεσή μας, που να θέλει, να μας βοηθήσει».

«Μην το λες. Λοιπόν… πρώτους απ’ όλους έχεις εμένα. Τον παιδικό σου φίλο και σωματοφύλακα. Ξέρεις, ότι θα σε ακολουθούσα παντού, δεν έχω επιρροή στον κόσμο, όμως σε ξέρω καλύτερα και από τον εαυτό μου. Δε θα σε αφήσω, να πάθεις τίποτα. Δεύτερος είναι ο Μπράιντεν. Με ενοχλεί, που είναι πειρατής και δεν έχει ιδέα, πως να σου φέρεται, όμως νοιάζεται για σένα και θα σε κρύψει. Τρίτος στη λίστα μου είναι ο Τζένσεν. Ικανός πολεμιστής και ήδη εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για σένα. Η Μπουργκότζια είναι αντίπαλη με το Στάρενιθ, οπότε με την στήριξή του ίσως και να γλιτώσεις από τον γάμο σου». Χαμογελάει με νόημα, που δε συμμερίζομαι. «Τώρα, αν θες, να μπούμε στα πιο βαθιά μπορούμε, να ζητήσουμε τη βοήθεια του Ρόις Μπένθαμ».

«Τι πράγμα! Γιατί ένας πειρατής σαν αυτόν, να μας βοηθήσει;» σαστίζω.

«Γιατί τυχαίνει, να είναι φυλακισμένος στα μπουντρούμια του Ρίβερντεϊλ και όταν φύγεις, αυτός θα ξεχαστεί. Είμαι σίγουρος, ότι δε θα ήθελε, να πεθάνει». Χτυπάει τα χέρια του με ενδιαφέρον. «Οπότε τι λες; Εγώ ψηφίζω τον πειρατή Ρόις. Είναι εχθρός με το Στάρενιθ και σαν πειρατής έχει την πείρα, να αντιμετωπίζει τους κινδύνους. Με μια καλή ανταλλαγή… θα σε βοηθήσει, να ξεφύγεις».

Έκλεισε τότε. Αν ο Σιρκάν θεωρεί εκείνον τον πειρατή ως την καλύτερη επιλογή μας, δε θα του φέρω καμία αντίρρηση. Εμπιστεύομαι την κρίση του. Ο Σιρκάν ανοίγει μια πόρτα στον τοίχο αποκαλύπτοντας από πίσω ένα στενό πέρασμα με τοίχους από ξύλινη επένδυση και πέτρα. Δεν βλέπω τίποτα και πιάνω το χέρι του Σιρκάν, για να μην χαθώ. Εκείνος δε μοιάζει, να ενοχλείται και με τραβάει μαζί του, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Πως είναι δυνατόν, να θυμάται τον δρόμο απ’ έξω; Ακολουθούμε τη φορά του τοίχου προς το μέρος του διαδρόμου, των δωματίων και κολλάμε στο σημείο του τελευταίου ξενώνα. Από κει και πέρα ακολουθεί η σκάλα.

«Βγαίνεις έξω και κατεβαίνεις κάτω. Στο γραφείο του πατέρα σου υπάρχει μια μπουκαπόρτα η οποία βγάζει σε κάτι στοές και οδηγεί στο λιμάνι. Σε μια από αυτές είναι και ο δρόμος, που πηγαίνει στις φυλακές. Από εκεί θα βγάλουμε έξω στον Ρόις Μπένθαμ.

Το δωμάτιο στο οποίο βρίσκομαι, είναι ο ξενώνας, που έμεινε ο πρίγκιπας Γκασπάρντ και ο Άλμπερτ. Ο Σιρκάν πηγαίνει βιαστικός στην πόρτα και την ανοίγει μια σχισμή. Κρυφοκοιτάζει και έπειτα από λίγο επιστρέφει κοντά μου.

«Υπάρχουν δυο στρατιώτες του Στάρενιθ έξω από την πόρτα του δωματίου σου. Κοιμούνται όρθιοι, άρα δε θα δυσκολευτείς, να το σκάσεις. Οι άντρες του Γκασπάρντ δε φαίνονται από εδώ και δεν έχω ιδέα, που μπορεί, να είναι. Θα πάω πρώτος και θα με ακολουθήσεις. Θα σε περιμένω στη στοά, εντάξει;»

«Πόσο πρέπει, να περιμένω;» ρωτάω ανήσυχη αλλά ο Σιρκάν δεν μου απαντάει. Θα αυτοσχεδιάσω δηλαδή;

Περιμένω κάποια αγωνιώδη λεπτά και μετά ανοίγω ελαφρά την πόρτα. Οι στρατιώτες κοιμούνται όρθιοι στα κουφώματα έξω από το δωμάτιό μου. Σφίγγω νευρικά στις γροθιές μου το ύφασμα του φορέματός μου και μιμούμαι το παράδειγμα του Σιρκάν. Κατεβαίνω την σκάλα κοιτάζοντας προσεχτικά τριγύρω, όμως τα πάντα φαίνονται ήρεμα. Μικροσκοπικά κεριά καίνε στους τοίχους και στους πολυελαίους φωτίζοντας με ένα εξασθενημένο φως στο φουαγιέ.

«Πάτε κάπου λαίδη Κίλμπορν;» ακούω μια γνωστή φωνή, που φέρνει φόβο στην καρδιά μου. Γιατί απλά δεν πάνε από εκεί, που ήρθαν;

Γυρίζω προς το μέρος του σαλονιού, όπου μόνο η καύτρα από το τσιγάρο φαίνεται. Ο Φόστερ σηκώνεται από τον καναπέ, μια σκιά απειλητική σκιά που στέλνει ρίγη σε όλο μου το κορμί και με πλησιάζει. Τι θα κάνω; Οπισθοχωρώ βιαστικά και εξαφανίζομαι στο γραφείο του πατέρα μου. Ο Φόστερ ορμάει ξοπίσω μου προσπαθώντας, να με πιάσει, όμως κλειδώνω πριν τα καταφέρει.

«Δεσποινίς Κίλμπορν μπορείτε, σας παρακαλώ, να αφήσετε τα παιχνίδια;» φωνάζει ο Φόστερ τραντάζοντας άγρια την πόρτα. «Ξέρω, ότι είστε πιεσμένη με τον γάμο σας και τα όσα συνέβησαν στον πατέρα σας, όμως μπορούμε, να το συζητήσουμε. Δε θα κάνετε καμία ανοησία εκεί μέσα έτσι;»

«Μην είσαι ανόητος». Γρυλίζω με την ιδέα, του ότι μπορεί, να αυτοκτονήσω. «Απλά άσε με ήσυχη. Θα βγω, όταν νιώσω έτοιμη». Συνεχίζω ψάχνοντας για την μυστική είσοδο στις στοές.

Οι τοίχοι είναι όλοι φτιαγμένοι από πέτρα και δε φαίνεται, να υπάρχει κανένα μυστικό πέρασμα. Χτυπάω τα πόδια μου στο πάτωμα επίμονα, ώσπου να εντοπίσω το κενό κάτω από το ξύλινο γραφείο του πατέρα μου. Τραβάω μακριά την βαριά καρέκλα και το χαλί αποκαλύπτοντας το ξύλινο καπάκι της μπουκαπόρτας. Κατεβαίνω αγχωμένη την σκάλα και πέφτω στα δυνατά χέρια του Σιρκάν.

«Ο Φόστερ με εντόπισε. Είναι θέμα χρόνου μέχρι, να βρουν το πέρασμα». Μιλάω γρήγορα και ούτε εγώ η ίδια καταλαβαίνω το νόημα των λέξεων, που εγκαταλείπουν το στόμα μου. Ο Σιρκάν ακουμπάει καθησυχαστικά τα χέρια του στους ώμους μου.

«Μέχρι να το κάνουν, θα βρισκόμαστε ήδη στη φυλακή του Ρίβερντεϊλ. Έλα». Με διατάζει. Αρπάζει έναν αναμμένο πυρσό από τον τοίχο και προχωράμε χέρι-χέρι για λίγο βιαστικά στον σκοτεινό διάδρομο.

Ήξερα, ότι κάτω από το Κρέομορ είχαν χτιστεί στοές, για να προφυλάξουν τους κατοίκους του από τις επιθέσεις των άλλων κρατών τα παλαιότερα χρόνια, όμως ποτέ μου δεν είχα δει κάποια από κοντά. Οι διάδρομοι συνεχίζουν πολύ πιο πέρα από εκεί, που φτάνει το μάτι και ο κάθε ένας τους οδηγεί σε πολύ περισσότερους. Με λίγα λόγια υπάρχει ένας λαβύρινθος εδώ κάτω, που εύκολα θα χαθεί ο οποιοσδήποτε, αν δεν προσέξει.

Πλησιάζοντας σε μια διασταύρωση ο Σιρκάν στρίβει αμέσως δεξιά, σαν να έχει έναν χάρτη θαμμένο στο κεφάλι του. Ακούω χλιμιντρίσματα και έπειτα δύο επιβήτορες εμποδίζουν τον δρόμο μας. Χαμογελάω με την προνοητικότητα του Σιρκάν. Ήξερε από την αρχή, ότι θα επέλεγα τον φημισμένο πειρατή Ρόις Μπένθαμ γι’ αυτή την αποστολή. Ο σωματοφύλακάς μου με φορτώνει σε ένα άλογο και εκείνος καβαλάει το άλλο. Καλπάζουμε στη σιωπή, ώσπου κάποια στιγμή το άλογο του Σιρκάν επιταχύνει και πέφτει με δύναμη στο αδιέξοδο μπροστά μας γκρεμίζοντας τον τοίχο, σαν να είναι πύργος από τραπουλόχαρτα. Το δικό μου άλογο πηδάει πάνω από τα χαλάσματα και προσγειώνεται πάνω στους τρεις στρατιώτες, που μόλις μπαίνουν στην φυλακή.

«Ε… λυπάμαι πολύ». Φωνάζω ένοχα στα αναίσθητα σώματά τους και ξεπεζεύω κοιτάζοντας ανήσυχη τον χαμό τριγύρω.

Ο Σιρκάν βγάζει εκτός τον τελευταίο φρουρό με ένα ρόπαλο και έπειτα πλησιάζει το τελευταίο κελί. Χτυπάει με το πόδι του τα κάγκελα και σφυρίζει, σαν να καλεί σκύλο. Η φυλακή του Κρέομορ ποτέ δεν γεμίζει ολοκληρωτικά και οι μόνοι θαμώνες είναι πάντα πειρατές, που αποφάσισαν, να καταστρέψουν τον τόπο μας. Ο πατέρας μου ήταν κατά της βιαιότητας των φυλακισμένων του, ότι και αν είχαν κάνει γι’ αυτό τους δίνει μια εβδομάδα καιρό, για να μετανοήσουν για τα εγκλήματά τους. Μέσα σε αυτή την εβδομάδα οι άντρες του τους φροντίζουν, σαν να είναι βασιλιάδες και έπειτα τους εκτελούν όσο πιο ήσυχα και ήρεμα γίνεται, χωρίς να νιώσουν πόνο και φόβο. Γίνεται σε κλειστό χώρο και όχι δημόσια, όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες. Ο πατέρας μου πίστευε, ότι το δημόσιο κρέμασμα αγρίευε τους ανθρώπους. Τους έκανε, να φέρονται και να αισθάνονται σαν ζώα.

«Υπηρεσία δωματίου». Λέει ο Σιρκάν και ο πειρατής ορμάει στα κάγκελα σαν θηρίο έτοιμο, να ξεσκίσει το θήραμά του. Δεν πρέπει, να του φέρεται έτσι επειδή είναι φυλακισμένος. Τον αγριοκοιτάζω και εκείνος μαζεύεται. «Με συγχωρείς».

«Ποιοι είστε;» ρωτάει με φωνή βαριά από το ποτό και το τσιγάρο. Το φως που μπαίνει από μια μικρή χαραμάδα στον βορινό τοίχο μου δίνει μια ιδέα, για το ποιον έχω απέναντί μου.

Έχει μακριά ως τους ώμους μαύρα μαλλιά που από την βρωμιά έχουν δημιουργήσει χοντρές τζίβες στις άκρες τους και μάτια στο ίδιο χρώμα. Είναι βαμμένα με μαύρο μολύβι δίνοντας στο δυνατό βλέμμα του μια τρομακτική όψη. Παρατηρούν τον Σιρκάν, σαν να θέλουν, να ξεριζώσουν τα δικά του μάτια και ξεροκαταπίνω από νευρικότητα. Το δέρμα του είναι λευκό σαν το χιόνι και πάνω του έχει ανάγλυφα τατουάζ. Είναι, σαν να τα έκανε μόνος του χρησιμοποιώντας πυρωμένο σίδερο. Όταν κάνει επιδρομές βάφει αυτά τα σημάδια και τον κάνουν, να μοιάζει με ζωντανό σκελετό. Όλοι ξέρουν το πρόσωπο του πειρατή Ρόις Μπένθαμ και η κάθε αναφορά στο όνομά του ποτέ δεν είναι για καλό. Παρόλα αυτά… υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στις φήμες, που λένε. Κάτω από την αγριότητά του κρύβεται μια καλή, ευγενική ψυχή.

Φοράει καφέ, λινό πουκάμισο και έχει ριγμένο στους ώμους του το μαύρο του παλτό. Σε σχέση με τη μόδα της εποχής, τα ρούχα του είναι απλά, χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, όμως τα αξεσουάρ του είναι το κάτι άλλο. Από τον λαιμό του κρέμονται κολιέ φτιαγμένα με κοχύλια, φυλαχτά και χρυσά κοσμήματα. Τα δάχτυλα των χεριών του τα στολίζουν δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές και άλλα σχέδια που δεν ξέρω, καν τι σημαίνουν. Το παντελόνι του είναι δερμάτινο και στολίζεται με καρφιά. Η ζώνη στη μέση του είναι υφασμάτινη και κρέμεται στο πλάι. Οι μπότες του είναι καφέ και στους αστραγάλους στολίζονται από σιδερένιες πόρπες.

«Ήρθαμε, για να ζητήσουμε τη βοήθειά σου». Απαντάω για χάρη του Σιρκάν και κάνω ένα βήμα μπροστά, όταν τα σκοτεινά μάτια του γυρίζουν προς το μέρος του. «Θα σε ελευθερώσουμε και εσύ θα μας βοηθήσεις».

«Δεν πιάνουν σε μένα η διαταγές σου Κίλμπορν. Να διατάζεις τους δούλους σου. Εγώ δεν είμαι σαν αυτούς». Γρυλίζει ο πειρατής.

«Δεν σε διέταξα για κάτι. Ζητάω την βοήθειά σου». Επαναλαμβάνω πιο ήρεμα αυτή τη φορά. «Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε και εγώ πρέπει, να αποφύγω έναν γάμο, που θα προκαλέσει πανικό στο βασίλειό μου. Γι’ αυτό σε παρακαλώ… βοήθησέ με».

«Και γιατί νομίζεις, ότι νοιάζομαι;»

«Άκου εδώ…» ο Σιρκάν κάνει ένα βήμα μπροστά και σηκώνω απότομα το χέρι μου, για να τον σταματήσω.

«Αν δεν με βοηθήσεις, να φύγω, οι άντρες του μέλλοντα συζύγου μου θα με πιάσουν και εσύ θα εκτελεστείς. Το Στάρενιθ δε φημίζεται για τη συμπάθειά του στους πειρατές». Λέω αυστηρά. «Βοήθησέ με και θα ανταμειφθείς. Η οικογένειά μου έχει χρήματα. Θα σε πληρώσω για τις υπηρεσίες σου».

«Έχω όσα χρήματα θέλω». Σαρκάζει και το βλέμμα του αλλάζει. Γεμίζει λαγνεία και πόθο. «Αλλά αυτό μου έχει λείψει περισσότερο απ’ όλα είναι το χάδι μιας γυναίκας. Μπορείς, να κάνεις κάτι γι’ αυτό;»

«Ε…» με φέρνει σε δύσκολη θέση. Τι να απαντήσω σε αυτό;

«Βγάλε το φόρεμά σου». Με διατάζει.

«Ορίστε!» σαστίζω, κάτι που ήδη περίμενα, να συμβεί. «Λυπάμαι, όμως…»

«Τι συμβαίνει; Η ντροπή σου είναι μεγαλύτερη, από την έγνοια για τον λαό σου; Εκτός και αν δεν ενδιαφέρεσαι κατά βάθος». Στενεύει τα μάτια του πονηρά.

Ο Σιρκάν μου κουνάει το κεφάλι αρνητικά, όταν καταλαβαίνει, πως πραγματικά σκέφτομαι, να γδυθώ μπροστά σ’ αυτόν τον πειρατή, όμως τι επιλογή έχω; Χρειάζομαι τη βοήθειά του, όπως ένας διψασμένος το νερό. Πλησιάζω τον Ρόις και στέκομαι μπροστά στα κάγκελα του κελιού του. Μου χαμογελάει χυδαία αποκαλύπτοντας τα χρυσά δόντια του. Έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στο δικό του και σφίγγοντας τα χείλη μου ξεδένω τα κορδόνια του φορέματός μου και το αφήνω, να πέσει σε σωρό γύρω από τα πόδια μου. Από κάτω φοράω μεσοφόρι και κορσέ που τονίζει το στήθος μου.

Ο πειρατής απλώνει ξαφνικά το χέρι του και πιάνει τον σβέρκο μου τραβώντας με μπροστά. Το πρόσωπό μου πιέζεται επώδυνα στα κάγκελα κάνοντάς με, να μορφάσω από τον πόνο. Ο Σιρκάν ελευθερώνει το σπαθί από την ζώνη του, αλλά ο πειρατής χαμογελάει.

«Δε θα ήθελες, να της κάνω κακό σωστά;» τον ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια του με νόημα και ο σωματοφύλακάς μου υποχωρεί. «Μυρίζεις πολύ όμορφα».

Το πρόσωπό του έρχεται κοντά μου και μυρίζει άπληστα το άρωμα των λυτών μαλλιών μου. Δαγκώνω τα χείλη μου, για να μη φωνάζω, όταν το χέρι του χουφτώνει την καμπύλη του στήθος μου και έπειτα των γοφών μου.

«Σε παρακαλώ, βοήθησέ με. Πρέπει, να αποδράσω». Τον ικετεύω. «Και δεν έχουμε άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας».

«Το πλοίο μου είναι γεμάτο άξεστους πειρατές και εσύ… μια γυναίκα μόνη ανάμεσά τους, δε νομίζεις, πως είναι κακή ιδέα; Μη νομίζεις, ότι θα έχεις ιδιαίτερη αντιμετώπιση, επειδή είσαι γυναίκα. Ελπίζω, να ξέρεις, να σφουγγαρίζεις».

«Ώστε είμαστε σύμφωνοι. Ωραία». Απαντάω ψυχρά και κάνω στην άκρη, για να αφήσω τον Σιρκάν, να ξεκλειδώσει την πόρτα.

Φωνές ακούγονται από τη στοά. Μας βρήκαν; Τόσο γρήγορα!

«Δεν έχουμε χρόνο. Ελάτε». Διατάζει αυστηρά ο Σιρκάν και με αρπάζει από το μπράτσο. Με ανεβάζει στο άλογό μου και σκαρφαλώνει πίσω μου, ενώ ο Ρόις παίρνει το δικό του.



Ηλιάνα Κλεφτάκη