Crown of blood (Κεφάλαιο 2)

Η Έλενα, από τη στιγμή που είδε τους δύο γονείς της νεκρούς, με το κατακόκκινο και νωπό αίμα τους διασκορπισμένο γύρω τους, ανάμεσα σε πολλά άλλα πτώματα άψυχων ανθρώπων που κανένας δεν αναγνώρισε μέχρι στιγμής, δε σταματάει να κλαίει. Κάθε λεπτό σκέφτεται τη στοργική μητέρα της και τον επιβλητικό και αυταρχικό πατέρα της. Όταν ήταν και οι δύο στη ζωή, της έσπαγαν τα νεύρα˙ η μόνη δουλειά του πατέρα της ήταν να εκμεταλλεύεται την ίδια, για να κάνει δουλειές που ο ίδιος βαριόταν. Και η μητέρα της της έλεγε συνέχεια ότι ήταν μια αποτυχημένη, μιας και έφτασε στην ηλικία των δεκαοκτώ και δεν την αποκατέστησε ένας άνδρας. Της έλεγε πως εκείνη στην ηλικία της ήταν έγκυος και ήδη έφερνε εις πέρας όλα τα συζυγικά της καθήκοντα και υποχρεώσεις.

Πολλές φορές, η Έλενα έφτανε σε σημείο που δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της, για να ηρεμήσει από αυτή την άθλια και γεμάτη θλίψη και πόνο ζωή. Αλλά πάντα κάτι τη σταματούσε και λίγο πριν αυτοκτονήσει, σταματούσε και γυρνούσε στο σπίτι, με την ελπίδα ότι όλα την επόμενη μέρα θα άλλαζαν και πως θα ζούσε και εκείνη για μια φορά όπως όλα τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της. Τώρα όμως που και οι δύο οι γονείς της είναι νεκροί, δεν πιστεύει πως αντέδρασε με αυτόν τον τρόπο. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα κλάψει τόσο πολύ για αυτούς ή ότι θα παρακαλέσει τον Θεό να τους φέρει πίσω στη ζωή. Αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Βαθιά μέσα της τους αγαπάει και τους δύο πάρα πολύ. Δεν ήθελε με τίποτα να τους χάσει, προτιμούσε να πεθάνει εκείνη και να ζήσουν οι γονείς της, πάρα το αντίθετο.

Η περιοχή και τα νέα μέλη του στρατού είναι σε ετοιμότητα, μιας και ο εχθρός θα κάνει πάλι την εμφάνισή του, αφού την έκανε ήδη μια φορά. Οι δρόμοι ερημώνουν ξανά και το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος του ανέμου που χτυπά πάνω στα μαραμένα δέντρα και με τη δύναμή του ρίχνει τα μεγάλα κλαδιά στο έδαφος. Με τον παραμικρό ήχο, τα τουφέκια των στρατιωτών οπλίζονται και στοχεύουν το καθένα προς διαφορετική κατεύθυνση, για να μπορέσουν να πυροβολήσουν τον εχθρό από όποια πλευρά κι αν έρθει. Είναι ένας καλά εκπαιδευμένος στρατός, αλλά ο στρατός της Αγγλίας υπερτερεί και στον αριθμό αλλά και στην εκπαίδευση, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που τις περισσότερες φορές ο στρατός της Αγγλίας νικάει χωρίς να έχει σχεδόν καμία απώλεια.

Τη θέση του ηλίου αρχίζει να παίρνει σιγά σιγά το λαμπερό φεγγάρι και διάφορα άστρα αρχίζουν να στολίζουν τον μαύρο ουρανό. Είναι όλα τόσο ήρεμα και οι στρατιώτες αφήνονται στην ομορφιά του ουρανού. Όλοι κάνουν όνειρα να σταματήσει αυτός ο πόλεμος, για να μπορεί ο καθένας να κάθεται με την οικογένειά του και να χαζεύει τον βραδινό ουρανό. Ένας ένας, οι στρατιώτες αφήνουν τα τουφέκια τους στη γη, ξαπλώνουν στο ξερό και γεμάτο αίματα χώμα και αφήνονται στην ομορφιά του ουρανού. Η ησυχία που υπάρχει προδίδει πως το σημερινό βράδυ θα είναι από τα πιο όμορφα που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια. Ένα βράδυ χωρίς απειλητικούς πυροβολισμούς και διάφορα εκφοβιστικά γράμματα. Ένα βράδυ που δε θα ακουστούν πυροβολισμοί, πάρα μονό ο ήχος του αέρα να χτυπά πάνω σε ό,τι βρει και να ρίχνει κάτω ό,τι δεν μπορεί να του αντισταθεί.

Είναι πολύ καλό όμως για να είναι αληθινό. Οι πρώτοι πυροβολισμοί ακούγονται και, μέχρι οι στρατιώτες να σηκωθούν και να πάρουν τα τουφέκια τους από το έδαφος, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς πηγαίνει εκεί όπου τόση ώρα χάζευαν, στον σκοτεινό και γεμάτο άστρα ουρανό. Ο αγγλικός στρατός περικυκλώνει όλους τους στρατιώτες που κατάφεραν να ζήσουν και τους εκτελεί χωρίς δεύτερη σκέψη, με πολύ γρήγορες κινήσεις. Η περιοχή μένει απροστάτευτη, δεν υπάρχει πια στρατός για να την υπερασπιστεί. Ανήκει ολοκληρωτικά στα χέρια των Άγγλων στρατιωτών, οι οποίοι σπάνε και κατεδαφίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους, λεηλατώντας ολόκληρη την περιοχή. Σπάνε τις πόρτες των σπιτιών ψάχνοντας για αιχμάλωτους και γυναίκες, τις οποίες θα χρησιμοποιήσουν, για να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες τους. Βρίσκουν πολλές γυναίκες, τις οποίες εκμεταλλεύονται και μετά τις σκοτώνουν, όπως και αρκετά παιδιά. Άλλοι τα σκοτώνουν και άλλοι τα πετούν στον δρόμο. Από πάνω τους περνούν οι στρατιώτες που ιππεύουν ανενόχλητοι τα άλογά τους και πατούν τα παιδιά που πέταξαν οι σύμμαχοί τους στον δρόμο.

Το βράδυ, από μια ευχάριστη και ήσυχη νύχτα, καταλήγει σε μια νύχτα γεμάτη φωνές, πυροβολισμούς, νεκρούς, καταστροφές και βιασμούς. Τα περισσότερα σπίτια καταστρέφονται και στη θέση τους υπάρχουν πια μόνο τούβλα, σπασμένες πόρτες, παράθυρα και διάφορα άλλα αντικείμενα που είχε το κάθε σπίτι. Στα δέντρα υπάρχουν κρεμασμένοι άνθρωποι, που πρώτα βασανίστηκαν και μετά κρεμάστηκαν μέχρι την τελευταία τους πνοή. Παντού υπάρχουν φωτιές, τις οποίες άναψαν οι Άγγλοι με τη βοήθεια των νεκρών. Πάνω από αυτές, οι στρατιώτες γιορτάζουν τη νίκη τους και είναι έτοιμοι να παραλάβουν τα συγχαρητήρια από τον βασιλιά τους. Διάφορα τραγούδια και ιστορίες ακούγονται από τους στρατιώτες, ιστορίες που ακούγοντάς τες σε κάνουν να ανατριχιάζεις, γιατί είναι όλες παρμένες από αληθινά γεγονότα από τα διάφορα μέρη που κατέκτησε ο αγγλικός στρατός. Η βοήθεια των αφοσιωμένων και επιβλητικών στρατηγών που είναι μαζί τους σε κάθε μάχη είναι ανεκτίμητη και οι στρατιώτες τους προστατεύουν όσο καλύτερα μπορούν.

Πολλοί από τους ανθρώπους που μένουν στην περιοχή είναι κλεισμένοι στα υπόγεια των σπιτιών τους, τα οποία είναι καλά κρυμμένα, ώστε να μη φαίνονται εύκολα με γυμνό μάτι. Όποιος δεν είναι από την περιοχή, δεν ξέρει πού να τα βρει. Πολλοί από αυτούς, μόλις ακούσουν πως οι Άγγλοι έφυγαν, θα βγουν έξω και θα κοιτάξουν την κατάληξη της περιοχής τους, που με τόσο κόπο τον τελευταίο καιρό έφτιαξαν πάλι από την αρχή, αλλά και τους αμέτρητους νεκρούς στρατιώτες που έδωσαν τη ζωή τους για ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα τους και για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Όλα σήμερα είναι μια αποτυχία και μια από τις χειρότερες μέρες που πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι. Το τέλος είναι κοντά τους και, ενώ το ξέρουν, δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να γλυτώσουν από όλο αυτό που ζουν τα τελευταία χρόνια, χωρίς να το επέλεξαν. Το μόνο που ελπίζουν είναι να ξημερώσει η επόμενη μέρα και όλα αυτά να ξεχαστούν και όλοι να ζήσουν τη ζωή τους όπως τη ζούσαν πριν από αυτόν τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ της χώρας τους και της Αγγλίας.

Γιάννης Θεοδωρόπουλος