Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 4 - Λαχάρ)


Όταν προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, τα ένιωσα βαριά και έτσι τα άφησα να ξανακλείσουν. Μια μικρή σταγόνα υγρασίας ήρθε και έπεσε στο κούτελό μου. Ανατρίχιασα και με μια αλυσίδα από πλούσιες βρισιές κυλίστηκα στο πλάι με δυσκολία. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και σύριξα απεγνωσμένα. 

Βαριανάσαινα καθώς σερνόμουν στο γλιστερό πάτωμα. Που ήμουν; Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα με τόσο σκοτάδι γύρω μου. Ένιωθα τα ρούχα μου να κολλάνε πάνω μου, δίνοντας τροφή στη δυσφορία μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο δάπεδο και φέρνοντας τα χέρια μου κάτω από το στομάχι μου, ανασηκώθηκα στα γόνατα. Προσπάθησα να τεντώσω τα χέρια μου και τότε είδα ότι ήταν δεμένα με μια βαριά και αρκετά γερή αλυσίδα. Το σώμα μου είχε αρχίσει να μουδιάζει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας τα πνευμόνια μου να γεμίζουν σκόνη και μούχλα, ενώ η έντονη μυρωδιά της βρώμας σε συνδυασμό με την υγρασία με χτύπησε στα ρουθούνια. Αμέσως ήθελα να ξεράσω. Σηκώθηκα όπως-όπως όρθια και παρατήρησα τον χώρο γύρω μου. Καθάρισα την όρασή μου με τα χέρια μου, έβγαλα τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου και κοίταξα το μικροσκοπικό κελί. Όλο ευθεία μερικοί δαυλοί φώτιζαν τους διαδρόμους της φυλακής. Στους τοίχους είχε αρχίσει να φυτρώνει πρασινάδα και λιγοστό νερό έτρεχε στις σχισμές τους για να καταλήξει σε μικρές λακκούβες του εδάφους. Με αργά βήματα γύρισα προς τα πίσω και ψαχούλεψα τους δροσερούς τοίχους για τυχόν αδύνατα σημεία.

«Θα μπορούσα να σε αφήσω να ψάξεις κι άλλο, μα δεν θέλω να βλέπω μια γυναίκα να ταλαιπωρείται» άκουσα να λέει κάποιος.

Γύρισα αστραπιαία προς την κατεύθυνση απ' όπου ακούστηκε η φωνή, ακουμπώντας ακόμη τον τοίχο. Κάποιος ήταν στο διπλανό κελί. Ξαναστράφηκα μπροστά μου και έσκυψα. Άφησα την αλυσίδα των χεριών μου να ακουμπάει στο πάτωμα και την πάτησα γερά με το ένα μου πόδι,  ενώ την ίδια στιγμή τράβηξα απότομα τα χέρια μου προς τα επάνω. Το μόνο που κατάφερα ήταν να πληγώσω τους καρπούς μου. Τίναξα τα χέρια και τα έτριψα προσπαθώντας να απαλύνω τον πόνο.

«Ναι, ούτε αυτό πέτυχε» μουρμούρισε.

«Εκτός αν έχεις κάτι να μου προτείνεις, βγάλε το σκασμό!» ξέσπασα νευριασμένη κοιτάζοντας την σιδερένια πόρτα που με χώριζε από την ελευθερία.

Ο άγνωστος πλησίασε τα κάγκελα του κελιού και έπλεξε τα χέρια του γύρω από αυτά. Γύρισα να τον κοιτάξω. Τα δάχτυλά του ήταν καλυμμένα από διάφορα δαχτυλίδια. Πιθανόν χρυσά. Το βλέμμα μου κατευθύνθηκε προς το πρόσωπό του. Ξαφνιάστηκα από την εξωτική του εμφάνιση. Τα μακριά μαλλιά του ήταν έντονα ξανθά ή ακόμη και λευκά, δεμένα σε μια περίτεχνη πλεξίδα που έπεφτε πάνω από τον αριστερό του ώμο και έφτανε ως το σμιλεμένο στήθος του. Τα αμυγδαλωτά γαλάζια μάτια του γυάλισαν στο λιγοστό φως των δαυλών. Ένα χαμόγελο ήρθε και καρφώθηκε στα λεπτά του χείλη. Η επιδερμίδα του ήταν καφέ, όχι πολύ έντονη, αλλά το ανοιχτό χρώμα μου έχει το ξερό χώμα και έκανε αντίθεση με την λευκή, σκισμένη πουκαμίσα του.

«Με χόρτασες;» αναρωτήθηκε παιχνιδιάρικα. 

Πως δεν είχα παρατηρήσει νωρίτερα την παράξενη προφορά του. Λίγο βαθιά και σπασμένη. Δεν ήταν από τα μέρη μας. Ούτε και σκλάβος ήταν με τόσο χρυσό επάνω του. Αμέσως έστρεψα το βλέμμα μου αλλού, νιώθοντας αμήχανα, αλλά ύστερα από λίγο τον κοίταξα πάλι.

«Δεν είσαι από εδώ;» είπα, αλλά φάνηκε περισσότερο σαν δήλωση. Εκείνος έπαιξε λίγο με τα δαχτυλίδια στα χέρια του και είπε αόριστα, «Όχι δεν είμαι». Ο ήχος βημάτων στο διάδρομο μπροστά από τα κάγκελα του κελιού μας έκανε να σωπάσουμε απότομα και να κοιτάξουμε μπροστά μας. «Αν θέλεις να βγούμε από εδώ ζωντανοί, κάνε ότι θα σου πω» μου ψιθύρισε πριν μας διακόψει η δυνατή φωνή του φρουρού:

«Βουλώστε το και οι δύο. Εσύ…» είπε και κοίταξε εμένα. «Κάτσε πίσω στον τοίχο με γυρισμένη την πλάτη σε εμένα και μην διανοηθείς να επιχειρήσεις τίποτα, γιατί σε έσφαξα».

Καταπίνοντας τον εγωισμό μου, έσφιξα το σαγόνι μου και με αργά βήματα γύρισα την πλάτη μου στο φρουρό, ακουμπώντας τις παλάμες μου στον τοίχο. Ο διπλανός μου έκανε το ίδιο και πλησίασε αθόρυβα τα κάγκελα. 

«Θα σου φέρει φαγητό» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Όταν πλησιάσει αρκετά, γύρνα και-».

«Ξέρω τι να κάνω…» τον διέκοψα αγριεμένη.

Μετά από αυτό δεν μίλησε και χώθηκε στο σκοτάδι του κελιού του. Γύρισα το κεφάλι μου προς τ' αριστερά ώστε να ακούω καλύτερα τις κινήσεις του φρουρού. Ο ήχος κλειδιών έσκισε την σιωπή. Η πόρτα ξεκλειδώθηκε και ο φρουρός την έσπρωξε με δύναμη. Εκείνη άνοιξε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Τα βαριά βήματα του φρουρού ήχησαν στους τρεις τοίχους. Ένιωθα το περπάτημά του στις παλάμες μου και μετρούσα τις κινήσεις του με το αυτί. Έκλεισα τα μάτια και συγκεντρώθηκα σε εκείνον. Κουβαλούσε κάτι ελαφρύ: ένα δίσκο. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να τον ακουμπά στο έδαφος και να με ελέγχει φευγαλέα. Διστακτικά και βιαστικά γύρισε να φύγει. Μα δεν πρόλαβε. Πετάχτηκα γρήγορα πάνω του και πέρασα την αλυσίδα των χεριών μου γύρω από το λαιμό του, σφίγγοντάς την ολοένα και περισσότερο. Τον έριξα με την μούρη στο έδαφος και έκατσα από πάνω του νιώθοντας την ζωή να βγαίνει από μέσα του. Μόλις σταμάτησε να κουνιέται κατέβηκα από πάνω του και έσκυψα να πιάσω τα κλειδιά που είχε δεμένα στο ζωνάρι του. Τα δοκίμασα ένα-ένα ώσπου να βρω το κλειδί της αλυσίδας μου. Την έριξα κάτω και όρμησα στην έξοδο.

«Έι!» φώναξε ο διπλανός μου και καρφώθηκε στα κάγκελα. «Άνοιξέ μου!».

«Βιάζομαι…» είπα και γύρισα να φύγω.

«Δεν θες να φωνάξω τους φρουρούς και να σε βάλουν πάλι μέσα, έτσι; Να σου υπενθυμίσω ότι μόλις σκότωσες ένα φύλακα και ο θάνατος βασιλικού υπηκόου δεν μένει ατιμώρητος. Τουλάχιστον ελπίζω να έχετε τους ίδιους νόμους με εμάς».

Κοίταξα αριστερά και δεξιά τους διαδρόμους για τυχόν περιπολίες πριν πλησιάσω τον άγνωστο. «Δώσε μου ένα λόγο για να μην σου κόψω το λαρύγγι εδώ και τώρα!» απείλησα ενοχλημένη.

«Πρώτον... Δεν τυχαίνει να έχεις σπαθί πάνω σου…» ξεκίνησε και χαμογέλασε όταν είδε τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν από τα νεύρα «Και δεύτερον... Θα σε πληρώσω για την βοήθειά σου».

Στον ήχο των χρημάτων σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος, «Σε ακούω».

Εκείνος γέλασε σιγανά. «Το ποσό θα το συζητήσουμε μετά. Πρώτα, την κλειδαριά».

Χωρίς δισταγμό, δοκίμασα τα κλειδιά στην πόρτα και ύστερα από λίγο άκουσα το γνωστό ήχο. Άνοιξα την πόρτα και ο ξένος βγήκε έξω τεντώνοντας το κορμί του. Στο περισσότερο φως φαινόταν καλύτερα το γεροδεμένο του κορμί και οι σκληροί μύες, σημάδι καλής και σκληραγωγημένης ανατροφής. Μόλις κατέβασε τα χέρια του, έτρεξε στο κελί μου και έψαξε το σώμα του φύλακα. Σηκώθηκε και βγήκε από το κελί πετώντας λίγα ασημένια και χρυσά νομίσματα στον αέρα με το ένα χέρι και ένα σπαθί στο άλλο. Πέταξε τα νομίσματα προς τα εμένα και τα έπιασα αμέσως κοιτώντας τον δύσπιστα.

«Τι; Σου είπα ότι θα σε πληρώσω» ψιθύρισε πειραχτικά.

«Και το σπαθί; Κάπως πρέπει να αμυνθώ». 

Εκείνος αρκέστηκε στο να χαμογελάσει λοξά. Άφησα ένα μακρύ αναστεναγμό και έκανα να φύγω, αλλά με σταμάτησε ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου. Το τίναξα πέρα αστραπιαία. Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι και κάρφωσε τα μάτια του στην καλύπτρα του ματιού μου.

«Σε βοήθησα να βγεις, τώρα παράτα με ήσυχη. Θέλω να φύγω πριν με πάρουν χαμπάρι οι φύλακες».

«Με βοήθησες να βγω από το κελί, όχι από την φυλακή. Επιπλέον ρισκάρεις να χάσεις την πληρωμή σου».

Στριφογύρισα το μάτι μου, όταν άκουσα βήματα στο διάδρομο. Τον κοίταξα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδέα από πού θα το σκάγαμε. Οι διάδρομοι ήταν δαιδαλώδεις, σαν ένας μικρός λαβύρινθος χωμένος στο σκοτάδι. Την στιγμή που βρήκαμε τις πρώτες σκάλες που οδηγούσαν προς τα κάτω, ακούσαμε το δυνατό χτύπο από ένα καμπανάκι να τρυπά τους διαδρόμους και τα αυτιά μας. Είχαν βρει το πτώμα του φύλακα και εμάς εξαφανισμένους. Τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν και η υπομονή μου εξατμιζόταν. Ήθελα να βγω όσο πιο γρήγορα γινόταν από εκεί μέσα. Κατεβήκαμε με μια ανάσα τις γλιστερές σκάλες και σταμάτησα επιτόπου. Στην ευθεία μας περίμενε μια σειρά από φρουρούς. Με το που χτύπησε ο συναγερμός ήξεραν ότι η μόνη έξοδος βρισκόταν πίσω τους και έτσι φρόντισαν να την αποκλείσουν.

Γύρισα και κοίταξα τον ξένο δίπλα μου. «Προσπάθησε να μην μείνεις πίσω», τον προειδοποίησα. Με κοίταζε έκπληκτος όταν έβαλα το χέρι μου στην καλύπτρα του ματιού μου και την τράβηξα. Οι φρουροί τα έχασαν, μόλις σήκωσα το βλέμμα μου. 

«Τελευταία έχεις πολλά προβλήματα, Αλιάνα» ανακοίνωσε εκείνη και χάθηκε στον μπλε της καπνό, ορμώντας στους φύλακες. Τους χτύπησε ανελέητα και απροειδοποίητα, λερώνοντας τα χέρια της με αίμα. Βούτηξε το σπαθί ενός από τους νεκρούς και έπεσε βίαια πάνω στους άλλους, κόβοντας με ένα ξέφρενο χορό το νήμα της ζωής τους. Μόλις τελείωσε, πέταξε κάτω το σπαθί και έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της, νιώθοντας την απαλή και υγρή υφή του αίματος πάνω της, λιώνοντας από ευχαρίστηση. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον ξένο να την πλησιάζει γοργά με σταθερό βήμα και με μάτια που καθρεφτιζόταν μέσα τους το μίσος. Την έπιασε από τον λαιμό και έφερε τη μύτη του σπαθιού του στη βάση του.

Αυτή γέλασε και έμεινε να τον κοιτά με τα διαφορετικού χρώματος μάτια της. «Και εσύ είσαι;» ρώτησε και τα μάτια της τον εξέτασαν εξονυχιστικά. Πίεσε τη μύτη του σπαθιού στο λαιμό της και μια σταγόνα αίματος κύλησε από το σημείο που τρύπησε.

«Λαχάρ» απάντησε αηδιασμένος. «Πρίγκιπας Λαχάρ, της Ινάλ. Επιτέλους σε βρίσκω Κάλιντα».


Ella Sarlot