ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 2)

Ήμουν σε έναν τόπο ονειρικό. Έναν τόπο που όταν ήμουν πέντε θα έδινα τα πάντα για να ήμουν. Γιατί έχω έρθει εδώ; ήταν το μόνο ερώτημα που υπήρχε στο κεφάλι μου όλη την ώρα που περπατούσαμε. Μήπως όλα αυτά ήταν μια καλοστημένη πλάκα;
Φτάσαμε σε ένα μεγάλο κτήριο. Φαινόταν παλιό, αλλά ήταν τόσο ωραίο που αν το περιέγραφα στις φίλες μου θα έλεγαν ότι είμαι τρελή. Μπήκαμε μέσα και είδαμε μια κυρία. Ο ένας από τους αγγέλους πήγε κοντά της συζήτησαν κάτι και μας έκανε νόημα να προχωρήσουμε μαζί του. Οι διάδρομοι είχαν κατακόκκινα χάλια και στους άτυχους υπήρχαν διάφορες κορνίζες που απεικόνιζαν αγγέλους με ξίφη. Άλλους πάνω σε λευκά άλογα και άλλους που πετούσαν στον αέρα.
"Αυτό είναι το γραφείο του διευθυντή αυτής της ακαδημίας. Περίμενε εδώ απέξω και θα σε καλέσουν μέσα σε λίγο", είπε ο ένας άγγελος και μαζί με τους άλλους δύο έφυγε από κοντά μου.
Έκατσα σε έναν καναπέ και κοιτούσα γύρω μου για να καταλάβω αν είναι αλήθεια όλα αυτά ή αν είναι όνειρο. Δίπλα μου υπήρχε ένα τραπέζι με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Είχαν περίεργους τίτλους - Άγγελος Εξπρές, Αρχαγγελικά Νέα και άλλους τέτοιους περίεργους τίτλους.
"Λίλεν Ρόουζ. Θαυμάσια", είπε ένας κύριος που βγήκε από το γραφείο του διευθυντή. "Είσαι ίδια η μητέρα σου! Ακολούθησε με".
Χωρίς να φέρω αντίρρηση ή να ρωτήσω κάτι, προχώρησα μαζί του. Όσο τον ακολουθούσα περνούσαμε από διάφορα γραφεία και καταλήξαμε στο τέλος της αίθουσας. Σε μια ξύλινη πόρτα με ανάγλυφα. Αφού ο κύριος χτύπησε την πόρτα, μπήκαμε στο δωμάτιο και ένας άντρα σηκώθηκε από το γραφείο του.
"Λίλεν", είπε σαν να μην πίστευε στα μάτια του. "Είμαι ο Μίμελον. Διευθυντής της σχολής Γκρίφιν. Ελπίζω τα τέσσερα αυτά χρόνια που θα περάσεις εδώ μέσα να σου είναι ευχάριστα και να μάθεις διαφορά πράγματα". Μου έδωσε το χέρι του για να με καλωσορίσει.
"Συγγνώμη, αλλά δεν σκοπεύω να μείνω εδώ. Θέλω να πάω στους γονείς μου και τους φίλους μου", του είπα θυμωμένη και δεν του έδωσα το χέρι μου.
"Καλή μου Λίλεν. Δεν είναι επιλογή σου. Είσαι μια από εμάς πρέπει να εκπαιδευτείς σαν εμάς", μου απάντησε και κάθισε πίσω από το μεγάλο γραφείο του. "Και πιστεύω θα θες να μάθεις περισσότερα για τους γονείς σου".
"Οι γονείς μου είναι στο σπίτι μου. Δεν ξέρω τι μου λέτε", άρχισα να φωνάζω.
"Καλή μου, αρχικά σταμάτα να φωνάζεις. Είναι ξημερώματα και οι σπουδαστές κοιμούνται. Δεν θα ήθελα να τους ξυπνήσεις. Κάτσε τώρα και θα συζητήσουμε ό, τι απορία έχεις", μου έκανε νόημα με το χέρι του να καθίσω στην καρέκλα πίσω μου.
"Γιατί με φέρατε εδώ και γιατί μου λέτε ψέματα;". Αυτή ήταν η πρώτη μου ερώτηση. Ήθελα να φύγω από εδώ να γυρίσω σπίτι μου. Αλλά βαθιά μέσα μου, ήθελα όλα αυτά να είναι αλήθεια.
"Γιατί εδώ ανήκεις, καλή μου. Ο πατέρας σου είναι ο Αλεξάντερ Ρόουζ. Ένας από τους ηγέτες του στρατού στον πρώτο πόλεμο αγγέλων και δαιμόνων και ένας από τους πιο σοφούς αγγέλους και ένας από τους καλύτερους διδάκτορες που υπήρξαν ποτέ στην ακαδημία. Η μητέρα σου είναι η Άλις Τζέιν. Μια από τους αριστούχους της ακαδημίας και με μεγάλη δύναμη", μου απάντησε και δεν πίστευα αυτά που άκουγα. Φαίνονταν όλα μια καλοστημένη πλάκα.
Δεν είχα να απαντήσω κάτι, απλώς τον κοιτούσα. "Εδώ θα μάθεις πως θα χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου και διάφορα άλλα πράγματα που θα σου δείξουν οι διδάκτορες της ακαδημίας μας. Τώρα θέλω να σου πω ότι οι γονείς που σε μεγάλωσαν έχουν μάθει ότι τώρα πια είσαι εκεί που ανήκεις. Μέσα από έρευνες μάθαμε ότι οι πραγματικοί σου γονείς σε έδωσαν στην γη για να σε προστατεύσουν. Έχεις κάποια άλλη ερώτηση;" με κοίταξε στα μάτια περιμένοντας μια απάντηση.
"Μα...", είπα αλλά δεν ήξερα πως να συνεχίσω. Είχα χάσει τα λόγια μου.
"Θα μάθεις τα πάντα στην ώρα τους. Για να μπορέσεις να φοιτήσεις όμως στην ακαδημία μας θα πρέπει πρώτα να πάρεις το χρίσμα από τους γηραιούς για να ενεργοποιηθούν τα αγγελικά σου χαρακτηριστικά", μου είπε σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Όλα αυτά τώρα πια φαίνονται αλήθεια. Δεν νομίζω κάποιος να έχει στήσει μια τόσο καλή πλάκα. Ήμουν χαρούμενη που τελικά θα σπούδαζα κάτι. Ας μην ήταν κάτι που περίμενα. Όλα ήταν μια ζωή που κάθε μικρό κοριτσάκι φαντάζεται και κανένα δεν πιστεύει ότι υπάρχει. Γιατί όμως να ήμουν εγώ η τυχερή και όχι κάποια άλλη;


Γιάννης Θεοδωρόπουλος