Summer Solstice (Κεφάλαιο 17)

 ΧΑΜΕΛΙΝ

Σιωπηλός στέκομαι με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το γραφείο και τον πρίγκιπα Άλμπερτ, που με κοιτάζει χαμογελώντας σαν ηλίθιος. Το πρόσωπό του είναι κοκκινισμένο από το ποτό και πρησμένο από τις γροθιές, που του έριξε ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, ενώ τα μάτια του γυαλίζουν από πόθο και ανυπομονησία για γυναικεία σάρκα. Γρυλίζω υπόκωφα. Μα πόσο ανόητος παίζει, να είναι τέλος πάντων; Δεν αρπάζεις έτσι την γυναίκα κάποιου άλλου, όταν ο άντρας της βρίσκεται στο σπίτι και πόσο μάλλον, όταν αυτός ο άντρας είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ. Ακόμα και ο πιο άσχετος στην κάθε γωνιά του κόσμου γνωρίζει για τον εγωιστικό χαρακτήρα του πρίγκιπα και την επιθυμία του, να φιλάει σαν θησαυρό οτιδήποτε του αρέσει. Η Σελέστ Κίλμπορν ανήκει στα κτήματά του πλέον και ο πρίγκιπας Άλμπερτ καλά θα κάνει, να το βάλει καλά στο μυαλό του, πριν χάσει το κεφάλι του.
Ο πρίγκιπας Άλμπερτ πέφτει αποκαμωμένος στην δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του πρίγκιπα Φρεντέρικο και προσπαθεί απελπισμένος, να ανοίξει ένα μπουκάλι με ρούμι. Γρυλίζω εκνευρισμένα. Δεν το πιστεύω, ότι δουλεύω γι’ αυτόν τον ηλίθιο και υπακούω τις εντολές του από πάνω. Αν ο Φρεντέρικο θέλει τόσο πολύ την Κρήνη και το κορίτσι, γιατί δεν την κυνηγάει μόνος του και στέλνει τον ανίκανο αδελφό του στη θέση του; Αν θέλεις η δουλειά, να γίνεται σωστά καλύτερα, να το κάνεις μόνος σου παρά, να βασίζεσαι στους άλλους.
«Γιατί με έφερες εδώ; Το πάρτι δεν έχει τελειώσει». Παραπονιέται ο Άλμπερτ. Χτυπάω με δύναμη το γραφείο με την γροθιά μου κάνοντάς τον, να τιναχτεί τρομοκρατημένος. «Έι! Συγκράτησε τα νεύρα σου δουκάκο. Αύριο είναι μεγάλη μέρα για μας».
«Νομίζεις, ότι θα είναι τόσο εύκολο; Δε θα τους ξεφορτωθούμε εύκολα και ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι πολύ έμπειρος καπετάνιος για την νεαρή του ηλικία. Πρέπει, να σαμποτάρουμε το Τίβερτον, για να πάρουμε το προβάδισμα και μετά έχει σειρά η δεσποινίδα Κίλμπορν. Χρειαζόμαστε το αίμα της για να ενεργοποιήσουμε την Κρήνη. Δεν είναι ανάγκη, να την έχουμε μαζί μας, μπορούμε απλά να την στραγγίξουμε και έπειτα…»
«Τι! Όχι… δε θα σου επιτρέψω, να την πειράξεις. Η Σελέστ είναι δική μου. Ένα τρόπαιο για την πλούσια συλλογή μου. Από την άλλη ο μικρός μου αδερφός, δε με νοιάζει ιδιαίτερα». Γελάει αρρωστημένα ο Άλμπερτ. «Κάνε, ότι θες μαζί του».
«Τότε ελπίζω η πριγκίπισσά σου, να μην γίνει επικίνδυνη για την αποστολή μας. Κάποια στιγμή θα μάθει, ότι ο πρίγκιπας Φρεντέρικο διέταξε την εκτέλεση των γονιών της και θα θυμώσει. Και μια μάγισσα μπορεί, να προκαλέσει μεγάλο πανικό, αν νευριάσει». Τον ενημερώνω σαν την φωνή της λογικής του. «Πρέπει, να είμαστε προσεχτικοί. Ο Γκασπάρντ και η Σελέστ μαζί φτιάχνουν ένα πολύ ισχυρό όπλο, που δεν είμαστε έτοιμοι, να αντιμετωπίσουμε».
«Ναι, ναι καλά. Ότι πεις!» τεντώνεται και σηκώνεται, σαν να μην τον απασχολεί η αποστολή μας. «Τα καταφέρνεις μια χαρά μόνος σου, οπότε υποθέτω, ότι δε με χρειάζεσαι. Σου δίνω το ελεύθερο, να κάνεις, ότι θέλεις. Και τώρα με συγχωρείς». Κάνει μια κωμική υπόκλιση, που καταλήγει σε τούμπα. «Έχω μια γιορτή, να προλάβω».
Γυρίζω τα μάτια μου καγχάζοντας με αυτά, που ακούω. Πως θα βγάλω από τη μέση τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, δίχως να έχω πρόβλημα με το Στάρενιθ; Ο βασιλιάς μπορεί, να είναι σκληρός με τους περισσότερους ανθρώπους και τα παιδιά του, αλλά δε θα συγχωρούσε την δολοφονία των γιών του. Εξάλλου όσο βρίσκονται κοντά του άτομα, η οποιαδήποτε μυστική απόπειρα εναντίον του, θα πέσει στο κενό. Το δηλητήριο δεν είχε αποτέλεσμα. Πρέπει, να σκεφτώ κάτι γρήγορα, όμως δεν έχω ιδέα τι.
Επιστρέφω στη γιορτή με το μυαλό μου, να σκέφτεται πυρετωδώς, να βρει κάτι ικανοποιητικό. Το μόνο που μπορώ, να κάνω προς το παρόν, είναι, να έχω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ από κοντά. Αν ο καιρός είναι ευνοϊκός θα έχουμε φτάσει στο νησί των Κίλμπορν ως αύριο το απόγευμα και μετά θα αρχίσουμε την αναζήτηση για την Κρήνη του Σύμπαντος. Ένα ζευγάρι χέρια απλώνεται από το πουθενά στους ώμους μου και χαϊδεύει τον λαιμό μου. Αρπάζω την πόρνη από τη μέση και την κολλάω στον τοίχο ακινητοποιώντας τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της.
«Δε μου αρέσει, να με αγγίζουν». Γρυλίζω φιλώντας την άγρια στα χείλη και τον λαιμό. «Κάνε κάτι, για να με ευχαριστήσεις». Την διατάζω και εκείνη πέφτει στα γόνατα χαμογελώντας πρόστυχα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη